Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Μιὰ ζωὴ θυσιαστικῆς ἀγάπης – Ἡ ζωὴ καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ π. Ἰουστίνου Πάρβου ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ




Στὶς 3/16 Ἰουνίου τοῦ 2013 ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους Ῥουμάνους γέροντες ποὺ ὑπέφεραν μέσα στὶς κομμουνιστικὲς φυλακές. Γεννημένος στὸ τέλος τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος Πάρβου ἔγινε γιὰ πολλούς, τόσο στὴ Ῥουμανία ὅσο καὶ σ᾿ὅλο τὸν κόσμο, φάρος ποὺ τοὺς ὡδήγησε στὸ Χριστὸ καὶ στὴ βασιλεία Του. Ὑπέμεινε φοβεροὺς διωγμοὺς καὶ ὡμολόγησε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστι μέσα στὶς κομμουνιστικὲς φυλακὲς τῆς Ῥουμανίας.


Οἱ ἐμπειρίες του ἀπὸ τὴ μοναχικὴ ζωὴ τοῦ δίδαξαν νὰ πάσχῃ γιὰ τοὺς πάσχοντες, νὰ τοὺς δίνῃ ἐλπίδα καὶ παρηγοριά, καὶ νὰ ζῇ μιὰ θυσιαστικὴ ζωὴ γεμάτη ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔπραττε ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν μέσα στὶς φυλακές.


Ὁ π. Ἰουστῖνος Πάρβου γεννήθηκε στὶς 10 Φεβρουαρίου τοῦ 1919 στὸ χωριὸ Petru Vodă μέσα σὲ μιὰ πολὺ πιστὴ ὀρθόδοξη οἰκογένεια. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πέντε παιδιά τους καὶ πῆρε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Ἄννα ἦταν πιστοὶ ἄνθρωποι. Ἡ μητέρα του ἔζησε μιὰ ζωὴ μὲ ὑπακοὴ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Αὐτὴ ἦταν ποὺ τοῦ ἐνστάλαξε τὴν πίστι στὸ Χριστό, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὸ ζῆλο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἴδια ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ ἀντιμετώπιζε ὅλες τὶς δυσκολίες προσευχόμενη μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ π. Ἰουστῖνος λέει·


Ἡ μητέρα μου πάντα μὲ φρόντιζε μὲ τὶς προσευχές της καὶ ἰδίως στὰ δύσκολα χρόνια τῆς φυλακίσεως. Ἡ μητρικὴ στοργή, ποὺ βρῆκα στὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας καὶ τῆς μητέρας μου, μὲ βοήθησε νὰ ξεπεράσω τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσι τοῦ ἔθνους μας. Ἔτσι χτίζεται ἡ ὕπαρξί μας, ὥστε ν᾽ἀντιμετωπίζουμε κάθε κίνδυνο καὶ ἀγῶνα.


Στὴν οἰκογένειά τους, ὅταν τὰ παιδιὰ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο, εἶχαν τὴν εὐλογημένη συνήθεια νὰ προσκυνοῦν τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ, νὰ λένε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ μετὰ νὰ χαιρετοῦν τοὺς γονεῖς τους.


Ὁ π. Ἰουστῖνος θυμᾶται μὲ νοσταλγία τὴν παιδική του ἡλικία, τότε ποὺ ἡ γέννησι ἑνὸς παιδιοῦ ἦταν χαρὰ καὶ εὐλογία γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ ὄχι ἀσήκωτο βάρος.


Στὴν οἰκογένεια τοῦ π. Ἰουστίνου ὑπῆρχε βαθειὰ ῥιζωμένο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ μοναχισμοῦ, ἐπειδὴ τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς μεγάλες ἑορτὲς ὅλη ἡ οἰκογένεια πήγαινε στὰ κοντινὰ μοναστήρια διανύοντας μιὰ ἀπόστασι 9 μιλίων, ἀλλὰ καὶ οἱ μοναχοὶ ἐπισκέπτονταν τὸ σπίτι τους πολλὲς φορές. Ἔτσι ὁ π. Ἰουστῖνος μεγάλωσε μὲ βαθειὰ πίστι μέσα σὲ μιὰ ὀρθόδοξη οἰκογένεια ποὺ βίωνε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ σεβασμὸ στὴν ἱερὰ παράδοσι.


Τὸ σχολεῖο δὲν ἦταν κάτι ποὺ τὸν ἐνθουσίαζε, ἀλλὰ ἔμαθε πολλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἑξαετοῦς φοιτήσεώς του στὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, προσέχοντας πάντα ὅταν οἱ δάσκαλοί του παρέδιδαν τὸ μάθημα. Ἐπὶ πλέον, ἐπειδὴ τὸ σχολεῖο ἦταν πολὺ αὐστηρὸ καὶ οἱ ποινὲς καὶ οἱ τιμωρίες ἦταν μεγάλες, αὐτὸ τὸν βοήθησε νὰ προετοιμαστῇ γιὰ τὰ μελλοντικὰ ἀσκητικά του παλαίσματα.


Ὁ π. Ἰουστῖνος ἔλεγε· Τὰ σημερινὰ σχολεῖα ἔχουν μετατραπῆ σὲ τόπους ἀθεΐας. Τὰ παιδιὰ δὲν διδάσκονται τίποτε γιὰ τὸ Θεό, καὶ μόνο ἡ οἰκογένεια πλέον μπορεῖ νὰ ἐμφυσήσῃ τὴν πίστι στὰ σημερινὰ παιδιά.


Μεγαλώνοντας μέσα στὴ φύσι, μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς πόλεως, ὁ π. Ἰουστῖνος σκληραγωγήθηκε· καὶ αὐτὸ τὸν βοήθησε μετέπειτα, ὅταν ἦταν φυλακισμένος.  Ὁ ἴδιος ἔλεγε ἀργότερα·


Παρατήρησα στὶς φυλακὲς πὼς αὐτοὶ ποὺ εἶχαν μεγαλώσει στὴν ἐπαρχία, καὶ ἰδιαίτερα στὶς ὀρεινὲς περιοχές, ἄντεξαν πιὸ πολὺ στὰ βασανιστήρια τῶν φυλακῶν. Αὐτοὶ ποὺ μεγάλωσαν στὶς πόλεις, γρήγορα κατέρρευσαν καὶ κοιμήθηκαν.


Προσπαθοῦσε νὰ νηστεύῃ Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀκόμη καὶ ὅταν ἔβοσκε τὰ πρόβατα τῆς οἰκογένειάς του· κι ἂν καμμιὰ φορὰ κατέλυε τὴ νηστεία, περίμενε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἄρῃ τὴν προστασία Του καὶ νὰ τὸν τιμωρήσῃ γιὰ τὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας.


Εἴσοδος στὸν μοναχισμὸ


Ἡ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἰουστίνου νὰ γίνῃ μοναχὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς νεότητός του. Ἀγαποῦσε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἤθελε ν᾽ἀκολουθήσῃ τὸ μοναχικὸ βίο, γιὰ νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ Χριστό. Ἔλεγε ὁ π. Ἰουστῖνος·


Ὁ καθένας, τὸ δῶρο ποὺ τοῦ χαρίζει ὁ Θεός, ἢ τὸ καλλιεργεῖ ἢ τὸ παραμελεῖ. Ἀλλὰ εἶνε ἐπίσης σημαντικὸ καὶ τὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγαλώνει κανείς. Ἰδιαίτερα ὁ ῥόλος τῆς μητέρας εἶνε καθοριστικὸς στὴ ζωὴ μιᾶς οἰκογένειας καὶ μιᾶς κοινωνίας ἀλλὰ καὶ ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ.


Ἕξι ὁλόκληρους μῆνες ἔκανε προσπάθειες νὰ πείσῃ τὴ μητέρα του νὰ τοῦ δώσῃ τὴν εὐχή της νὰ γίνῃ μοναχός. Οὔτε ἡ αὐστηρὴ ἄρνησι τοῦ πατέρα του δὲν τοῦ ἔκαμψε τὸν πόθο. Ἔτσι τὸ 1936, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἦταν 17 χρονῶν, ὁ πατέρας του τὸν πῆγε τελικὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Durău, ὅπου τὸν παρέδωσε στὰ χέρια τοῦ γέροντος Διονυσίου. Ὅταν ἀποχαιρετίστηκαν, ὁ πατέρας του ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί. Ἀπὸ τότε δὲν ξανασυναντήθηκαν, γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ κομμουνιστὲς συνέλαβαν τὸν πατέρα κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο.


Στὸ μοναστήρι ὁ Ἰωσὴφ αἰσθανόταν ὅτι ζῇ οὐράνιες καταστάσεις. Ἦταν γιὰ᾽κεῖνον ἕνα πνευματικὸ σχολεῖο κ᾽ἔμαθε νὰ ζῇ δίπλα σὲ πατέρες μὲ ἀσκητικὸ φρόνημα καὶ οὐράνιο ζῆλο. Διάβαζε πολλὰ πατερικὰ βιβλία καὶ βίους ἁγίων, τὰ ὁποῖα τὸν ἐπηρέασαν στὴ διαμόρφωσι τῆς πνευματικῆς του παιδείας. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἑνάμισυ χρόνο ἀργότερα τὸν ἔστειλε νὰ σπουδάσῃ στὸ θεολογικὸ σεμινάριο στὴν Cernica γιὰ τέσσερα χρόνια. Τὸ 1939 κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ 1941 ἱερέας. Τὸ 1942 ὑπηρέτησε ὡς στρατιωτικὸς ἱερέας, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου, μέχρι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944 ὁπότε καὶ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι. Τὸ 1946 συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν πόλι Roman ἀπ᾿ὅπου καὶ ἀπεφοίτησε ὁλοκληρώνοντας 8 χρόνια σπουδῶν.


Ἔρχονται δύσκολες ἡμέρες 


Ὅταν ὁ κομμουνιστικὸς στρατὸς εἰσέβαλε στὴ Ῥουμανία, οἱ ὀρθόδοξοι πολῖτες της ἄρχισαν νὰ ζοῦν στιγμὲς τρόμου καὶ ἀγωνίας. Ἡ νεολαία τῆς Ῥουμανίας, στὴν προσπάθειά τους νὰ διατηρήσουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ νὰ σώσουν τὸ ἔθνος ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο, ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τῶν μπολσεβίκων. Σύντομα ξεκίνησαν συλλήψεις καὶ ἀνακρίσεις. Τὸ 1947 ἦταν μιὰ χρονιὰ ποὺ ὁ π. Ἰουστῖνος πάλευε μὲ τὴν κατάθλιψι.


Ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, ὅτι γιὰ δύο μῆνες δὲν εἶχε καμμιά ἐπιθυμία νὰ ζήσῃ ἄλλο· οὔτε νὰ σπουδάσῃ, νὰ μελετήσῃ ἢ νὰ προσευχηθῇ. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸ διορατικὸ γέροντα Γερβάσιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ προεῖπε ὅτι θὰ ἔρθῃ ἀντιμέτωπος μὲ στιγμὲς ζωῆς καὶ θανάτου καὶ μετὰ θὰ δικαστῇ.


Ἐπιστρέφοντας στὸ μοναστήρι, τὸ γυαλὶ ποὺ κάλυπτε τὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Durău ἔσπασε ξαφνικὰ καὶ χωρὶς λόγο· καὶ ὁ ἡγούμενός του εἶπε, ὅτι αὐτὸ ἴσως νὰ ἦταν ἕνα σημεῖο ἀπὸ τὸ Θεό. Πράγματι, δύο ἑβδομάδες ἀργότερα, συλλαμβάνεται καὶ δὲν θὰ ξαναεπιστρέψῃ στὸ μοναστήρι γιὰ 17 ὁλόκληρα χρόνια


Σύλληψις 


Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησί του, ὁ π. Ἰουστῖνος ὡρίστηκε κοσμήτορας καὶ τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἔκδοσι ἑνὸς περιοδικοῦ ποὺ ὑπηρετοῦσε τὴν κομμουνιστικὴ προπαγάνδα τῆς Ῥουμανίας. Ὁ π. Ἰουστῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νὰ διδάξῃ τὴν ἀθεΐα στοὺς μαθητάς του καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ δίδασκε τὶς χριστιανικὲς καὶ ἐθνικὲς ἀξίες. Ἔτσι, τρεῖς μέρες ἀφ᾽ ὅτου εἶχε ἀναλάβει τὴ θέσι αὐτή, συνελήφθη στὶς 14 Μαΐου στὶς 3 τὸ πρωί. Πέντε ἄνδρες τῆς Ῥουμανικῆς μυστικῆς ἀστυνομίας εἰσέβαλαν ξαφνικὰ στὸ δωμάτιό του μὲ προβολεῖς καὶ τὸν ὡδήγησαν στὴν αὐλή, ὅπου τὸν ἔβαλαν μέσα σ᾿ἕνα μαῦρο αὐτοκίνητο μὲ φιμὲ τζάμια.


Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξι ὁ π. Ἰουστῖνoς βρῆκε ἐκεῖ πολλοὺς ἐπιφανεῖς Ῥουμάνους· δικηγόρους, ἱερεῖς, καθηγητὰς κ.λπ.. Ποῦ θὰ τοὺς πήγαιναν ὅμως; Ἐπὶ μιάμιση ὥρα τὸ αὐτοκίνητο περιφερόταν ἁπλᾶ γύρω ἀπὸ τὴν πόλι, χωρὶς αὐτὸ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς κρατουμένους, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἐκφοβίσουν. Στὴ συνέχεια τοὺς ἀνέβασαν στὸ πατάρι τοῦ κτηρίου, ὅπου ὑπῆρχαν κι ἄλλοι κρατούμενοι, καὶ τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ εἶνε ξαπλωμένοι μπρούμυτα κάτω στὸ πάτωμα. Τοὺς φρουροῦσαν –ἐκτὸς ἀπὸ εἰδικούς φρουρούς– καὶ σκύλοι, ποὺ βρίσκονταν στὰ πόδια καὶ στὸ λαιμό τους, ἕτοιμοι νὰ τοὺς μπήξουν τὰ αἰχμηρά τους δόντια σὲ περίπτωσι ποὺ θὰ κινοῦνταν ἔστω καὶ λίγο. Οἱ φωνὲς τῶν Ῥώσων φρουρῶν «Μὴν κινεῖσαι, ἀλήτη» ἠχοῦσαν στὰ αὐτιὰ τῶν κρατουμένων κ᾽ἔτσι θὰ τοὺς προσφωνοῦσαν γιὰ τὰ ἑπόμενα 17 χρόνια τῆς ζωῆς τους· «ἀλήτη τοῦ ἔθνους».


Οἱ ἀνακρίσεις ἄρχισαν τὸ Μάιο καὶ τελείωσαν τὸν Αὔγουστο. Προσπαθοῦσαν μέσῳ τῶν ἀνακρίσεων νὰ παγιδεύσουν ἀθῴους κάνοντάς τους ἀπανωτὲς ἐρωτήσεις. Μέσα στὸ δωμάτιο ὑπῆρχαν 70 κρατούμενοι χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν μεταξύ τους ἐπικοινωνία. Συνήθως ἔβαζαν ἀνάμεσά τους καὶ κάποιους προδότες, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιβαρύνουν τὴ θέσι τῶν κρατουμένων καὶ γιὰ νὰ ἔχουν ἐπὶ πλέον ἐνοχοποιητικὸ ὑλικὸ εἰς βάρος τους σὲ περίπτωσι συνεννοήσεως γιὰ «τυχὸν ἐπανάστασι».


Ὅταν τελείωσαν οἱ ἀνακρίσεις στὴ Ῥουμανία, οἱ κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στὴν Suceava, ὅπου συνεχίστηκαν οἱ ἀνακρίσεις, οἱ ξυλοδαρμοί, τὰ ψυχολογικὰ καὶ σωματικὰ βασανιστήρια. Οἱ κρατούμενοι ὑποχρεώθηκαν νὰ ὑπογράψουν ὅτι δῆθεν ἦταν ἐγκληματίες καὶ ἔτσι κατέληξαν νὰ καταδικαστοῦν σὲ 15 χρόνια φυλάκισι. Ἦταν πολλοὶ οἱ ἀθῷοι πολῖτες ποὺ πέθαναν στὶς φυλακές, μιᾶς καὶ στὴ Ῥουμανία ἐπικρατοῦσε ἕνα κλίμα ἐκφοβισμοῦ καὶ ἦταν πολλοὶ ποὺ βρίσκονταν φυλακισμένοι χωρὶς κανένα λόγο, μὲ τὴ ῥετσινιὰ τοῦ «προδότη», τοῦ «ἐχθροῦ τοῦ κράτους» καὶ τοῦ «λῃστῆ», γιὰ νὰ φανοῦν ἐπιτυχημένες οἱ ἀρχὲς τῆς Ῥουμανίας στὶς ἀρχὲς τῆς Μόσχας. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν σατανικά, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ εἶχαν ἐξαπολυθῆ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐναντίον μιᾶς ὁλόκληρης κοινωνίας.


Ἡ δίκη στὴ Suceava 


Ἀργότερα, τὸ 1948, ἔγινε ἡ δίκη τοῦ π. Ἰουστίνου στὴ Suceava μέσα στὴ φυλακὴ κατὰ τὶς βραδινὲς ὧρες. Καταδικάστηκε σὲ 12 χρόνια φυλάκισι καὶ καταναγκαστικὰ ἔργα γιὰ πολιτικοὺς λόγους. Οἱ περισσότεροι φυλακισμένοι ἦταν πάνω ἀπὸ 30 χρονῶν. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς οἱ φυλακισμένοι κατάλαβαν, ὅτι οἱ Ἀμερικανοὶ δὲν θὰ ἔρχονταν νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν καὶ ἔτσι ἄρχισαν νὰ συμβιβάζωνται μὲ τὶς συνθῆκες. Συνειδητοποίησαν, ὅτι οἱ ἄθλιες καὶ ταπεινὲς συνθῆκες τῆς φυλακῆς ἦταν πραγματικὰ μιὰ πηγὴ ἀπαθείας. Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰουστῖνος διηγεῖται, ὅτι ἐκείνη ἡ περίοδος τῆς φυλακίσεώς του ἦταν περίοδος περισυλλογῆς, ἠρεμίας καὶ ἀναζητήσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Μέσα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία βρῆκε πνευματικὴ παρηγοριά. Τότε κατάλαβε τὴν ἐξάρτησί του ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ ὅτι δὲν εἶνε μόνος του καὶ τὸ ὅτι μεγαλώνει καὶ ὡριμάζει κανεὶς πνευματικὰ ἀνακαλύπτοντας τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Ὑπέφερε τὸ μαρτύριο μὲ χαρά, προσφέροντάς το ὡς ἐξιλέωσι τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους του. Ἔμαθε νὰ προσεύχεται ἀληθινὰ μέσα στὶς κακουχίες καὶ τὰ βασανιστήρια. Σημειώνει ἐπὶ πλέον ὁ π. Ἰουστῖνος ὅτι, ἂν κάποιος θελήσῃ νὰ ψάξῃ στὶς φυλακὲς τοῦ Piteşti, τῆς Aiud καὶ τῆς Gherla, θὰ βρῇ λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους ἱερὰ λείψανα μαρτύρων, ποὺ εἶνε ἡ ἀπόδειξι τῆς ἁγιότητος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης ἔλεγε ὅτι, ἂν σηκώνῃς τὸ βάρος ποὺ ἔχει ἐναποθέσει ὁ Θεὸς στοὺς ὤμους σου μὲ συνετὸ τρόπο, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὐτὸ ἁγιάζει, καθαρίζει καὶ φωτίζει τὴν ψυχὴ καὶ σπάζει τὶς πύλες τοῦ σκότους μέσα σου.


Aiud 


Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1949 ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε στὶς φυλακὲς τῆς Aiud, γνωστὲς καὶ ὡς «φρούριο τοῦ θανάτου», μέσα σ᾿ἕνα βαγόνι τραίνου μαζὶ μὲ ἄλλους 130 φυλακισμένους κάτω ἀπὸ ἀπάνθρωπες συνθῆκες. Τὸν ἔκλεισαν σ᾿ἕνα κελλὶ μὲ ἄλλους δύο κρατουμένους, ἀκολουθώντας τὸ φοβερὸ ἐξοντωτικὸ πρόγραμμα ἐπανεκπαιδεύσεως μέσα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Γιὰ τρεῖς μῆνες οἱ κρατούμενοι ἔτρωγαν μόνο κρεμμύδια καὶ λάχανο, ὑπομένοντας τὸ κρύο, τὰ βασανιστήρια, τὴν πεῖνα, τοὺς ξυλοδαρμούς, τὴν ἔλλειψι ὕπνου, φωτὸς καὶ ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ καθαροῦ ἀέρα. Πολλοί, μὴ ἀντέχοντας ὅλα αὐτά, πέθαιναν μέσα στὶς φυλακές. Οἱ φρουροὶ ἔβαφαν μαύρους τοὺς τοίχους τῶν κελλιῶν, γιὰ νὰ γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὴ ὁποιαδήποτε γραφὴ ποιημάτων, περικοπῶν Εὐαγγελίων ἢ ἀκόμη καὶ τῆς θ. Λειτουργίας, γιατὶ ἀνάμεσα στοὺς φυλακισμένους ἦταν οἱ πιὸ διανοούμενοι, ἐνάρετοι καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες τῆς Ῥουμανίας.


Ὁ π. Ἰουστῖνος περιγράφοντας τὶς ἀπάνθρωπες συνθῆκες κρατήσεως σημειώνει· «Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῆς Θείας Προνοίας. Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ περιγράψῃ κανεὶς τὶς συνθῆκες κρατήσεως. Εἶχαν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀδυναμίας, ποὺ κρατιοῦνταν ἀπὸ τοὺς τοίχους γιὰ νὰ περπατήσουν. Συνέχεια τοὺς μετακόμιζαν ἀπὸ κελλὶ σὲ κελλί, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ φιλίες μεταξὺ τῶν φυλακισμένων. Ἂν δὲν ἔκαναν ὑπακοὴ στὶς αὐστηρὲς ἐντολὲς τῶν φρουρῶν, τότε τοὺς μετέφεραν σὲ τελεία ἀπομόνωσι γιὰ πέντε μέρες σ᾽ἕνα ὑγρὸ κελλὶ χωρὶς παράθυρα, μὲ τσιμεντένιο πάτωμα, δίνοντάς τους νὰ πιοῦν ἐλάχιστο νερὸ τὸ βράδυ. Τὰ σώματα τῶν νεκρῶν ῥίχνονταν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ ὁμαδικὸς τάφος γνωστὸς ὡς «τὸ φαράγγι τῶν σκλάβων». Οἱ φρουροὶ ἔμπηγαν στὴν καρδιὰ τοῦ νεκροῦ ἕνα μαχαίρι, γιὰ νὰ εἶνε βέβαιοι ὅτι εἶχαν πεθάνει καὶ δὲν θὰ προσπαθοῦσαν νὰ διαφύγουν. Τότε ἄρχισαν νὰ διαρρέουν στὴ Δύσι πληροφορίες γιὰ τὴν κατάστασι καὶ ἡ Ἀμερικὴ ξεκίνησε νὰ ἀσκῇ πιέσεις στὴ Ῥουμανικὴ κυβέρνησι. Ἡ ἀντίδρασι τῶν Ῥουμανικῶν ἀρχῶν ἦταν ἡ ἄμεση ἐκτέλεσι τῶν φυλακισμένων.


Baia Sprie 


Τὸ 1952 ὁ π. Ἰουστῖνος στέλνεται στὸ Baia Sprie σ᾿ἕνα ὀρυχεῖο ἁλατιοῦ. Ὁ Κύριος τὸν προστάτευσε νὰ μὴν πάῃ στὶς φοβερὲς φυλακὲς τοῦ Piteşti. Ἡ δουλειά του ἦταν νὰ σέρνῃ ἕνα βαγονέττο καὶ νὰ βαδίζῃ πολλὰ χιλιόμετρα κάθε μέρα. Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἦταν ἄνθρωποι μὲ ἦθος· ἱερεῖς, καθηγηταί, φιλόσοφοι, συγγραφεῖς, ἀγρότες. Δούλευαν μὲ καλὴ διάθεσι, φωνάζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, «πάτερ, φέρε μου ἕνα σφυρί», «πάτερ, φέρε τὸ τάδε», «καθηγητά, βοήθησέ με». Ὅταν τὸ ἀντιλήφθηκαν αὐτὸ οἱ φρουροί, τοὺς ἀπαγόρευσαν νὰ φωνάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὸ ὄνομά τους καὶ τοὺς κρέμασαν ταμπέλλες μὲ ἀριθμούς.


Ὅμως οἱ φύλακες εἶχαν μείνει ἔκθαμβοι ἀπὸ τὸ ἦθος τους καὶ κάποιες φορὲς τοὺς ἔφερναν πρόσφορα καὶ κρασὶ γιὰ νὰ τελεσθῇ ἡ θεία Λειτουργία. Μιὰ φορὰ μάλιστα ἔφεραν 10 λίτρα κρασὶ στὴ φυλακὴ καὶ κοινώνησαν 4.000 – 5.000 ἄνδρες. Ὅταν τό ᾽μαθαν αὐτὸ οἱ ἀρχές, ἄλλαξαν ἀμέσως τοὺς φρουρούς.


Οἱ συνθῆκες τῆς δουλειᾶς στὸ ὀρυχεῖο ἦταν πολὺ δύσκολες. Οἱ πιὸ δυνατοὶ σήκωναν τὰ βαρειὰ ἐργαλεῖα μέσα σὲ θερμοκρασίες 95-104οF (35- 40οC), ἀναπνέοντας μὲ μεγάλη δυσκολία· λασπωμένοι, βρώμικοι καὶ δουλεύοντας σὲ βάθος 1.300 ποδιῶν (39 μέτρων) κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Τὸ νερὸ περιεῖχε μεγάλη ποσότητα ἁλατιοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔπεφτε πάνω στὸ δέρμα, νὰ προκαλῇ φουσκάλες, οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια δημιουργοῦσαν πληγές, ἔβγαινε τὸ δέρμα καὶ ἔμοιαζαν σὰν λεπροί. Τὸ 1953 τὸ φαγητό τους περιωρίστηκε στό ¼ ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ συνήθως ἔτρωγαν καὶ ἡ δουλειὰ ὑποχρεωτικὰ αὐξήθηκε γιὰ τὸν κάθε φυλακισμένο.


Ἕνα βράδυ, ἐνῷ ὁ π. Ἰουστῖνος ξεκουραζόταν, εἶχε ἕνα ὅραμα. Εἶδε στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ μιὰ ἀκτίνα φωτός, ποὺ ἀκολουθώντας την ἔφτασε 200 μέτρα ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ εἶχε γεννηθῆ. Πῆρε θάρρος καὶ τὸ ἀποκάλυψε στοὺς συμφυλακισμένους του λέγοντας, ὅτι δὲν θὰ πεθάνουν στὴ φυλακή.


Τὸ 1954 ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε στὸ Cherla, στὶς φυλακὲς γιὰ πολιτικοὺς κρατουμένους, κι ἀπὸ᾽κεῖ σὲ διάφορες ἄλλες φυλακές. Τὸ 1956 ὅλες οἱ φυλακὲς ἔκαναν ἀπεργία πείνας γιὰ 40 μέρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε πάλι στὶς φυλακὲς τῆς Aiud γιὰ τὰ ἑπόμενα τέσσερα χρόνια. Ἡ θέα τοῦ θανάτου βρισκόταν συνεχῶς μπροστά του καὶ θεωροῦσε τὴν κάθε μέρα ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ μετάνοιά του.


Μετὰ ἀπὸ 12 χρόνια φυλακίσεως, βρῆκαν τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἰουστίνου, τὸν ὁποῖο ἔκρυβε στὴ μπότα του, καὶ τὸν ἔσπασαν μπροστὰ στὰ μάτια του, πετώντας τον στὸ πάτωμα. Τὸν ὡδήγησαν στὴν ἀπομόνωσι δίνοντάς του ἐλάχιστο ἁλατισμένο νερὸ καὶ ἐλάχιστο ψωμί. Τὸ 1960 εἶχε ἐκτελέσει τὴν ποινὴ τῶν 12 χρόνων φυλακίσεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὶς ἐρωτήσεις τῶν ἀνακριτῶν γιὰ τὸ τί σκόπευε νὰ κάνῃ μόλις ἀπελευθερωθῇ ἀπάντησε, ὅτι θὰ συνέχιζε νὰ ὑπηρετῇ τὴν Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο, τοῦ ἐπέβαλαν ἄλλα τέσσερα χρόνια ἐγκλεισμοῦ καὶ καταναγκαστικῶν ἔργων στὶς φυλακὲς τῆς Peripravas.


 


 


 – Ἡ ζωὴ καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ π. Ἰουστίνου Πάρβου 


Periprava 


Ὁ π. Ἰουστῖνος ἀποφυλακίστηκε ἀπὸ τὶς φυλακὲς Aiud γιὰ νὰ καταλήξῃ πάλι σὲ ἄλλες φυλακὲς στὴν περιοχὴ Danube Delta. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν περίπου 800 μὲ 1000 ἄνδρες, ὅπου ἀνάμεσά τους βρίσκονταν ἱερεῖς ποὺ τοὺς εἶχαν φέρει ἐκεῖ γιὰ πιὸ σκληρὲς συνθῆκες κρατήσεως. Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ εἶχαν ἐπιζήσει μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια φυλακίσεως, τρομοκρατίας, βασανιστηρίων καὶ πείνας, καὶ τώρα ἡ κυβέρνησι ἔψαχνε ἕνα τρόπο ἐξοντώσεώς τους.


Ὁ π. Ἰουστῖνος θυμᾶται ἕνα θαῦμα ποὺ συνέβη ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, στὶς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1962.


«Ἦταν ἕνα παγωμένο καὶ ὁμιχλῶδες πρωινό. Τὸ κρύο καὶ ἡ ὑγρασία διαπερνοῦσε ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου. Φορούσαμε φόρμες μὲ ρίγες, τέτοιες ποὺ συνήθως φοροῦν οἱ φυλακισμένοι, καὶ αὐτὲς τὶς φορούσαμε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν εἶχε πολλὴ ζέστη ἢ κρύο. Κατοικούσαμε μέσα σὲ φέρυμποτς στὰ Ρωσικὰ σύνορα καὶ ζεσταινόμασταν καίγοντας ξύλα μέσα σ᾿ἕνα μεταλλικὸ κάδο διακοσίων λίτρων.


Ἦταν τὸ μέσo τοῦ χειμώνα κ᾽ἐμεῖς ἐπιστρέφαμε ἀπὸ τὸ κόψιμο καλαμιῶν μέσα στὸ κρύο, μουσκεμένοι καὶ παγωμένοι. Μᾶς ἔδιναν κάτι λαστιχένιες κάλτσες οἱ ὁποῖες ὅμως σχίζονταν ὅταν κόβαμε τὰ καλάμια καὶ ἔτσι τὸ νερὸ διαπερνοῦσε τὶς μπότες μας καὶ ἤμασταν μούσκεμα. Ἤμασταν ὑποχρεωμένοι νὰ φορᾶμε κάθε μέρα στὴ δουλειὰ τὰ ἴδια κουρέλια. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ ἀρχὲς ἦταν ἰδιαίτερα ἄγριες. Μᾶς ἔβαλαν σὲ γραμμὲς πηγαίνοντας στὸν τόπο ἐργασίας μας, ἐνῷ οἱ φρουροὶ ἦταν ἔφιπποι κρατώντας αὐτόματα ὅπλα. Δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ποῦμε λέξι, οὔτε κἂν ψίθυρο, καθὼς βαδίζαμε πρὸς τὸν χώρο ἐργασίας μας. Ἐὰν δὲν ἤμασταν ἐντελῶς σιωπηλοί, θ᾿ἀκολουθοῦσε ἑξαήμερη ἀπομόνωσι, τρώγοντας ἕνα μικρὸ κομμάτι ψωμὶ καὶ πίνοντας ἕνα ποτήρι ζεστὸ ἁλατισμένο νερὸ μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα. Ἂν αὐτὸ συνέβαινε 2-3 φορές, τὸ τέλος σου ἦταν κοντά.


Πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξι, προχωρώντας, μᾶς ὡδήγησαν σ᾿ἕνα διαφορετικὸ τόπο ποὺ ὀνομάζεται Chilia Arm. Ἐκεῖ ἔρρεαν 48 μικροὶ ποταμοὶ ποὺ χύνονταν στὸ Delta καὶ σχηματιζόταν μία λίμνη τεράστια. Στὸ κέντρο τῆς λίμνης ὑπῆρχαν πολλὰ δέντρα τὰ ὁποῖα ἀπεῖχαν ἀπὸ τὴν ἀκτὴ περίπου ἕνα χιλιόμετρο. Μᾶς διέταξαν νὰ πάῃ ὁ καθένας μέσα καὶ νὰ φέρῃ δύο μάτσα ἀπὸ καλάμια. Τὸ κάθε μάτσο ἀπὸ καλάμια εἶχε πάχος περίπου μισὸ μέτρο. Θυμᾶμαι ὅτι ρωτήσαμε τοὺς φρουρούς· “Πῶς θὰ κόψουμε τοὺς κορμοὺς ἐκεῖ; Δὲν μποροῦμε”. Συνήθως πηγαίναμε κατὰ μῆκος τοῦ πάγου. Ἡ ἀπάντησί τους ἦταν ἄμεση· “Ἂν δὲν πᾶτε νὰ κόψετε τὰ καλάμια, θὰ σᾶς πυροβολήσουμε ἐπὶ τόπου!”. Ἀντιληφθήκαμε ὅτι εἶχαν ἐκνευριστῆ κι ὅτι εἶχαν μιὰ διαβολικὴ διάθεσι.


Ἀργά, μὲ πολὺ κουράγιο, ἀρχίσαμε νὰ περπατᾶμε μέσα στὸ παγωμένο νερό. Πρῶτα μέχρι τοὺς ἀστραγάλους, μετὰ μέχρι τὰ γόνατα, μέχρι τὴ μέση, μερικοὶ μέχρι τὸ λαιμὸ καὶ τελικὰ φτάσαμε στὸ μέρος ὅπου θὰ κόβαμε τὰ καλάμια. Ἤμασταν μιὰ ὁμάδα 86 ἀνδρῶν. Τὸ κρύο διαπερνοῦσε τὸ σῶμα μας. Ὅλοι σκεφτόμασταν τοὺς 40 Μάρτυρες. Δὲν πειράζει, σκεφτήκαμε, θὰ νικήσουμε. Ὁ καθένας μας κουβάλησε αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀρκετό. Πήγαμε ἄλλες δύο φορὲς μέσα στὴν παγωμένη λίμνη, μιᾶς καὶ μᾶς ἀπειλοῦσαν μὲ τὴ σκανδάλη στὸ χέρι νὰ μᾶς σκοτώσουν. Τελειώσαμε γύρω στὶς 12:30 μ.μ.. Ὅταν ἐπιστρέψαμε ὅμως τὴν τρίτη φορὰ στὴν ἀκτή, συνέβη κάτι τὸ θαυμαστό. Βγῆκε ὁ ἥλιος, διέλυσε τὴν ὁμίχλη καὶ ἡ θερμοκρασία ἀνέβηκε τόσο πολὺ ποὺ στέγνωσαν τὰ βρεγμένα μας ροῦχα μέχρι νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ φυλακή. Οἱ φρουροί, ἔκπληκτοι ἀπὸ τὸ θαῦμα, μᾶς ἄφησαν ἐκεῖ καὶ ἐμεῖς εἴχαμε τὸ αἴσθημα ὅτι, ἐπειδὴ ἤμασταν τόσο ἀδύναμοι, ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα του. Φυσικὰ οἱ φρουροί, ὅταν διαπίστωσαν 2-3 ἡμέρες ἀργότερα ὅτι δὲν ἀρρωστήσαμε, σίγουρα θὰ σκέφτηκαν “Ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς εἶνε μὲ τὸ μέρος αὐτῶν τῶν κακοποιῶν.” Ὁ θάνατος ἦταν μέρος τῆς ζωῆς μας. Ἦταν μιὰ λύτρωσι, γιατὶ ἦταν μιὰ πύλη στὴν αἰώνια ζωή».


Ὁ π. Ἰουστῖνος θυμᾶται ὅτι παρ᾿ὅλη τὴ βαθειά του πίστι, στὴν ἀρχὴ τῆς δοκιμασίας του, στὶς φυλακὲς Aiud, πέρασε στιγμὲς ὀλιγοπιστίας. Πολλὲς φορὲς στὶς ἀνακρίσεις οἱ φρουροὶ ρωτοῦσαν τοὺς φυλακισμένους ποιό εἶνε τὸ ἐπάγγελμά τους. Ἂν ἄκουγαν κάποιον ὅτι ἦταν ἱερέας, τὰ βασανιστήρια ἦταν φρικτά. Γνωρίζοντάς το αὐτὸ ὁ π. Ἰουστῖνος, σὲ μιὰ ἀνάκρισι φοβούμενος τὶς συνέπειες καὶ τὶς κακοποιήσεις, εἶπε ὅτι ἦταν ἀγρότης. Ὅμως ὁ φρουρός, ἀκούγοντάς τον, τὸν χτύπησε τόσο πολὺ στὸν τοῖχο ποὺ κόντεψαν νὰ τοῦ φύγουν οἱ πνεύμονες ἀπὸ τὸ τράνταγμα. Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ τῆς ὀλιγοπιστίας βάραινε τὴν συνείδησι τοῦ π. Ἰουστίνου γιὰ χρόνια, γιατὶ αἰσθάνθηκε ὅτι δὲν ἔδειξε τὴν ἀπαιτούμενη ὁμολογία τότε, παρ᾿ὅλο ποὺ πολλὲς φορὲς ἀργότερα ὡμολόγησε τὴν πίστι του καὶ βασανίστηκε.


Ἕνα τέτοιο περιστατικὸ συνέβη μία ἡμέρα ποὺ οἱ φρουροὶ ρώτησαν τοὺς κρατούμενους· «Ποιός πιστεύει ἀκόμα στὸ Θεό; ποιός πιστεύει ἀκόμη σὲ μιὰ τέτοια ἀνοησία;». Ὁ π. Ἰουστῖνος, νιώθωντας δυνατός, αἰσθάνθηκε ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ ὁμολογήσῃ παρ᾿ὅλα τὰ βασαναστήρια ποὺ θὰ περνοῦσε. Κ᾽ἔτσι μπῆκε μπροστὰ ἀπ᾿ὅλους τοὺς κρατουμένους, ποὺ ἦταν 120 ἄνδρες. Λίγα λεπτὰ ἀργότερα ἦταν ὅλοι ἕνα βῆμα μπροστὰ δείχνοντας τὴν πίστι τους στὸ Θεό, ἐκτὸς ἀπὸ 7 ἄνδρες, ποὺ ἦταν οἱ κατάσκοποι ἀνάμεσά τους. Ἔστειλαν τὸν π. Ἰουστῖνο στὴν ἀπομόνωσι γιὰ 9 ἡμέρες μὲ ἐλάχιστο ψωμὶ καὶ ἁλατισμένο νερό. Μετὰ τὴν ἐννιαήμερη κράτησι, τὸν ρώτησαν οἱ συγκρατούμενοί του γιατί ὡμολόγησε ὅτι ἦταν ἱερέας. Κι ὁ π. Ἰουστῖνος τοὺς ἀπάντησε πώς, ἂν ἔλεγε κάτι διαφορετικό, θὰ σήμαινε ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ κι αὐτὸ δὲν τὸ ἄντεχε ἡ συνείδησί του.


Μετὰ τὴ φυλάκισι γιὰ 8 χρόνια σ᾿ἕνα κελλί, ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε ξανὰ στὸ Delta γιὰ ἀγροτικὲς δουλειές. Περπατοῦσε μὲ τοὺς ἄλλους κρατουμένους ἀπόστασι τρία μίλια σὲ δρόμο μὲ πυκνὴ σκόνη, ἡ ὁποία κολλοῦσε πάνω τους, μὲ ἀποτέλεσμα ὅταν ἔφταναν στὸ χωράφι νὰ εἶνε ἀγνώριστοι. Ἤδη ἀπὸ τὶς 7 τὸ πρωὶ ἡ ἄμμος τοῦ χωραφιοῦ ἦταν τόσο καυτὴ ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ περπατήσῃς πάνω σ᾽ αὐτήν. Ἦταν σκέτο μαρτύριο νὰ δουλεύουν ὅλη μέρα κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες. Τοὺς εἶχαν ἀπαγορεύσει ὁ ἕνας νὰ βοηθάῃ τὸν ἄλλο καὶ τοὺς ἔδιναν νὰ φᾶνε ἀλλοιωμένο κρέας ἀλόγου, ποὺ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸ φάῃ. Ἀναγκαστικὰ ἀρκοῦνταν μόνο στὸ ἐλάχιστο ψωμὶ καὶ στὸ χλιαρὸ νερό. Δύσκολα ἀναγνώριζε κανεὶς τοὺς κρατουμένους, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πλυθοῦν καὶ εἶχαν γίνει ἀγνώριστοι ἀπὸ τὴ σκόνη.


Οἱ πολιτικοὶ κρατούμενοι ζοῦσαν κάτω ἀπὸ χειρότερες συνθῆκες ἀπ᾿ὅ,τι οἱ ἐγκληματίες καὶ οἱ κλέφτες. Κι αὐτὸ γιατὶ οἱ ἀρχὲς πίστευαν, ὅτι οἱ ἐγκληματίες μποροῦσαν νὰ σκοτώσουν ἕνα – δυὸ ἀνθρώπους, ἐνῷ οἱ πολιτικοὶ κρατούμενοι εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ «σκοτώσουν» ὁλόκληρο τὸ ἔθνος· οἱ ἰδέες καὶ τὸ μυαλό τους ἦταν ἐπικίνδυνα γιὰ τὸ κράτος. Ἂν κάποιος κρατούμενος ἔφερνε ἀπὸ τὸν κῆπο κάτι γιὰ ἕναν ἄρρωστο συγκρατούμενό του, ἡ τιμωρία ἦταν ἡ ἀπομόνωσι σ᾿ἕνα κελλὶ 2 μέτρα περίπου κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο μικρὸ ποὺ μὲ δυσκολία μποροῦσε κάποιος νὰ σταθῇ ὄρθιος. Τὸν ἔκλειναν ἐκεῖ 48 ὧρες δίνοντάς του μόνο μιὰ κούπα ἁλατισμένο νερὸ μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα. Ὅταν ἔβγαιναν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπάνθρωπες συνθῆκες, οἱ κρατούμενοι ἦταν ἀνήμποροι νὰ αἰσθανθοῦν πὼς εἶνε ἄνθρωποι. Ἦταν ἀδύνατο νὰ αἰσθανθοῦν τὸ αἷμα νὰ κυλᾶ στὶς φλέβες τους. Παρ᾿ὅλη ὅμως τὴν ἀπάνθρωπη αὐτὴ συμπεριφορά, ὁ Θεὸς τοὺς ἔδινε τὸ κουράγιο ν᾿ἀντέξουν. Κρατιόνταν ἀπὸ τὴν πίστι τους σ᾿ Ἐκεῖνον.


Ἐνῷ ὁ π. Ἰουστῖνος ἦταν στὸ Delta, εἶχε ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του. Ἕνα μουντὸ πρωινὸ οἱ φύλακες ἔβγαλαν τοὺς κρατουμένους ἔξω στὴ λάσπη νὰ κάνουν κάμψεις, γιατὶ δὲν εἶχαν διεκπεραιώσει κάποια καθήκοντα. Κάποια στιγμὴ τοὺς εἶπαν «Ὅποιος ἀπὸ σᾶς πιστεύει στὸ Θεὸ ἀκόμη, νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα μπροστά». Ὁ π. Ἰουστῖνος δὲν θέλησε νὰ χάσῃ τὴν εὐκαιρία νὰ ὁμολογήσῃ καὶ πῆγε μπροστά. Οἱ φύλακες τὸν κορόϊδεψαν ρωτώντας τον πῶς καὶ δὲν ἔχει βγάλει ἀπὸ τὸ μυαλό του ἀκόμη τὸ Θεό. Στὴ συνέχεια οἱ φύλακες ρώτησαν ἂν ὑπῆρχαν κι ἄλλοι σὰν τὸν π. Ἰουστῖνο καὶ ἕνας κρατούμενος ἀπάντησε· «Ὅλοι πίσω ἀπὸ τὸν π. Ἰουστῖνο πιστεύουν ἀκόμη στὸ Θεό». Τότε οἱ φρουροί, ἐξωργισμένοι, τοὺς ἔβαλαν νὰ κάνουν ἄλλες 500 κάμψεις μέσα στὸ κρύο καὶ στὸν ἀέρα, γιὰ περίπου 4 ὧρες. Ἡ λάσπη εἶχε στεγνώσει πάνω τους. Αὐτὴ ἦταν ἀκόμη μιὰ ἐμπειρία, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι αὐτὸς ποὺ λέει τὴν ἀλήθεια μπορεῖ νὰ χάσῃ τὸ σήμερα ἀλλὰ κερδίζει τὴν αἰωνιότητα, γιατὶ τίποτε δὲν συμβαίνει χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεός.


Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1964 εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τῆς ἀποφυλακίσεως τοῦ π. Ἰουστῖνου. Ἄφηνε τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως μὲ αἰσθήματα θλίψεως, μιᾶς καὶ ἄφηνε πίσω του τὰ ἀδέλφια του. Εὐτυχῶς δύο ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυβέρνησι ἄφησε ἐλεύθερους ὅλους τοὺς πολιτικοὺς κρατουμένους.


 


 Φυλακή· ἡ πνευματικὴ ἀκαδημία 



Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος, ἀνακαλώντας στὴ μνήμη του τὰ 16 χρόνια ποὺ πέρασε στὶς φυλακὲς καὶ στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ἀναφέρει· «Δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ν᾽ἀποκομίζῃς τέτοιο κέρδος καὶ νὰ ζῇς μιὰ τόσο αὐθεντικὴ μοναχικὴ ζωή, ὅσο ἡ φυλακή. Ἐκεῖ μέσα μαθαίνεις τὴν ἀληθινὴ ταπείνωσι καὶ τὴν πραότητα. Ἐκεῖ βλέπεις καθημερινὰ τὴ ζωή σου νὰ ὁδεύῃ καὶ νὰ ἀγγίζῃ τὸ θάνατο. Ἡ φυλακὴ σὲ μαθαίνει νὰ ζῇς ἀσκητικά, νὰ προσεύχεσαι, νὰ νηστεύῃς καὶ νὰ ἔχῃς τὴν ἐν Χριστῷ κοινωνίᾳ μὲ τοὺς συνανθρώπους σου. Ἐκεῖ ἔχεις τὴν ἐμπειρία τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν θαυμάτων Του. Ἐκεῖ γεύεσαι τὴ γλυκύτητα τῆς προσευχῆς καὶ τοὺς καρπούς της». 


Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ π. Ἰουστῖνος, ὡς ἱερέας μέσα στὶς φυλακές, πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ κρατήσῃ σιωπή, νὰ κατεβῇ στὰ βάθη τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ ὑποφέρῃ γιὰ χάρι τῶν ἀδελφῶν του, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν ἀσθενῶν. Ἄκουγε τὴν ἐξομολόγησι συγκρατουμένων του τόσο μέσα στὸ κελλί του ὅσο καὶ σ᾿ἄλλα κελλιά, ἐπικοινωνώντας μαζί τους μὲ σήματα Μόρς, γιὰ νὰ μὴ γίνουν ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς φύλακες. Τὸ νὰ σώσῃ τὶς ψυχὲς τῶν ἀδελφῶν του ἔγινε ὁ πρωταρχικός του σκοπός, ἡ χαρὰ τῆς ἔγκλειστης ζωῆς του. 


Ὁ ζῆλος, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο βοήθησαν τοὺς κρατουμένους νὰ ἐπιβιώσουν μέσα στὶς φοβερὲς συνθῆκες τῶν φυλακῶν. 


Ὁ π. Ἰουστῖνος μᾶς λέει· «Ἡ φυλακὴ ἔγινε τὸ κελλί μου ὅπου ἔκανα τὸν μοναχικό μου κανόνα μέσα στὴν ἡσυχία. Μέσα σ᾿ἕνα κελλὶ μὲ 5-6 κρατουμένους ἡ προσευχὴ ἦταν ἀδιάλειπτη. Γνωρίζαμε ἀπὸ στήθους προσευχές, τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, ἀποστηθίζαμε ἐπίσης κάθε ἑβδομάδα ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ λέγαμε τὴν εὐχή. Ἐπειδὴ τὰ βιβλία ἀπαγορεύονταν στὴ φυλακή, ἐμεῖς φέρναμε κρυφὰ κάποια καὶ τὰ βάζαμε στὶς φόδρες τῶν παλτῶν μας διαβάζοντάς τα μυστικὰ κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες, προσπαθώντας νὰ μὴ μᾶς δοῦν οἱ φρουροὶ ποὺ περιπολοῦσαν ἀπ᾿ἔξω κάθε δέκα λεπτά. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο μάθαμε ἀπ᾿ἔξω τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ψαλτήρι, ἀκόμη καὶ τὴ Φιλοκαλία, καὶ καταφέραμε νὰ μείνουμε ἄνθρωποι, νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἐλεύθεροι παρ᾿ὅλο ποὺ βρισκόμασταν πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα τῆς φυλακῆς. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ τροφὴ γέμιζε τοὺς κρατουμένους μὲ δύναμι, ὑπομονή, ἀντοχὴ καὶ σταθερότητα». 


Ὁ π. Ἰουστῖνος τελοῦσε τὴ θ. Λειτουργία εἴτε πάνω στὸ στῆθος του εἴτε πάνω στὸ στῆθος κάποιου βαρειὰ ἀρρώστου, ἔχοντας μόνο ἕνα μικρὸ κομμάτι ψωμιοῦ γιὰ νὰ κοινωνήσῃ ἑκατὸ ἀνθρώπους. Τὸ ψωμὶ τὸ ἔκρυβε στὴ φόδρα τοῦ παλτοῦ του καὶ τὴ θεία Κοινωνία τὴν ἔδινε κρυφὰ σ᾿ὅποιον πήγαινε στὸ κελλί του. Διαφορετικά, τὴν ἔκρυβε στὸν χῶρο τῶν λουτρῶν καὶ ὑποδείκνυε τὸ σημεῖο στοὺς συγκρατουμένους του μὲ σήματα Μόρς. 


Διηγεῖται ὁ ἴδιος ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ περιστατικὰ ποὺ ἔζησε· «Ἤμουν στὸ ἀναρρωτήριο, ἐπειδὴ ὑπέφερα ἀπὸ ἡπατίτιδα γιὰ ἀρκετὸ καιρό. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα νέο παιδὶ 28 χρονῶν, ὁ Κωνσταντῖνος Herban, ὁ ὁποῖος εἶχε κίρρωσι καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀποσυντίθεται. Νύχτα – μέρα φώναζε, ἔκλαιγε, οὔρλιαζε. Εἶχε νὰ κοινωνήσῃ 4 χρόνια καὶ αὐτὸ τὸν βάραινε ψυχικά. Τὸν ἐξωμολόγησα τὰ ξημερώματα προσπαθώντας νὰ μὴ γίνουμε ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς φύλακες, οἱ ὁποῖοι συχνὰ κοίταζαν ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα μὴ τυχὸν μᾶς βροῦν γονατιστοὺς νὰ προσευχώμαστε. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω καὶ εἶπα στοὺς συγκρατουμένους μου νὰ ζητήσουμε λίγο κρασὶ ἀπὸ τὸ γιατρό μας, γιατὶ ὡς ἄρρωστοι τὸ δικαιούμασταν γιὰ νὰ δυναμώσουμε. Μᾶς τὸ ἔδωσαν! Ἔτσι, κρυφὰ σὲ μία γωνία, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν φρουρῶν, τέλεσα τὴ θ. Λειτουργία, λέγοντας ἀπ’ ἔξω ὅσες εὐχὲς θυμόμουν. Κοινώνησα τὸν ἄρρωστο νέο ὁ ὁποῖος ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα. 


Ἔζησα πολλὰ τέτοια περιστατικὰ στὴ φυλακή, κ᾽ἔμαθα ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἴσοι μπροστὰ στὸν Κύριο, ἄσχετα ἀπὸ τὴν κοινωνική μας θέσι. Ἐκεῖ, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, λέγονταν οἱ πιὸ θερμές, οἱ πιὸ δυνατές, οἱ πιὸ ἀληθινὲς προσευχές. Πολλὰ δάκρυα χύθηκαν· δάκρυα λύπης, χαρᾶς ἀλλὰ καὶ καθάρσεως. 


Βιώναμε τὴν ἐξαθλίωσι τοῦ σώματός μας, τὸν ἴδιο τὸ θάνατο. Ὑπῆρχαν στιγμὲς ποὺ τὸ μόνο ποὺ αἰσθανόμασταν ἦταν ἡ σπονδυλική μας στήλη· παρ᾽ὅλα αὐτὰ βασίλευε μέσα μας μιὰ βαθειὰ εἰρήνη. Ἔχοντας συνεχῶς μπροστὰ στὰ μάτια μας αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, περιμένανε πάντοτε τὸ θάνατο καὶ ἑτοιμαζόμασταν γι᾽ αὐτό. Δὲν ἦταν παράξενο ἂν κάποιος ἀπὸ τὸ δίπλα κελλὶ δὲν σοῦ ἀπαντοῦσε· ἴσως θὰ εἶχε πεθάνει. Πολλοὶ βρῆκαν τὸ θάνατο μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο». 


Τὸ 1954 γιώρτασαν τὸ Πάσχα στὰ μεταλλεῖα τῆς Baia Sprie, 800 μέτρα κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Οἱ φρουροὶ γνώριζαν τὸ Ὀρθόδοξο ἡμερολόγιο καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα εἶχαν αὐξήσει τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς περιπολίες. 


«Κατεβήκαμε στὰ μεταλλεῖα, πήραμε ὅ,τι μεταλλικὸ ἀντικείμενο ὑπῆρχε, τὰ δέσαμε σ᾿ἕνα σχοινὶ καὶ τὰ χτυπήσαμε ὅλα μαζὶ ἀναγγέλλοντας τὴν ἔναρξι τῆς Πασχαλινῆς ἀκολουθίας. Δὲν φοβηθήκαμε τίποτε. Ἤμασταν ὅλοι μαζί, ἐν μιᾷ καρδίᾳ. Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς ψάλαμε ὅ,τι γνωρίζαμε ἀπ᾿ἔξω. Οἱ φύλακες μᾶς ἀντιλήφθηκαν, ἀλλὰ δὲν τόλμησαν νὰ ποῦν τίποτα στοὺς ἀνωτέρους τους. Στὰ ἔγκατα τῆς γῆς ἀντηχοῦσε τὸ “Χριστός ἀνέστη”. Τελέσαμε τὴν ἀναστάσιμη θ. Λειτουργία. 


Ὡς συνέπεια, τὴν ἑπόμενη μέρα μᾶς κλείδωσαν στὰ κελλιά μας γιὰ δύο εἰκοσιτετράωρα. Τοὺς ἱερεῖς τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ τρέξουν γιὰ δύο ὧρες στὴν αὐλὴ ποὺ ἦταν γεμάτη λακκοῦβες μὲ λασπόνερα. Παρ᾿ὅλα ὅμως τὰ βασανιστήρια, ἀγαπούσαμε τοὺς φρουρούς μας καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τοὺς σώσαμε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Αὐτὸ τοὺς ἔκανε νὰ ἀναθεωρήσουν μερικὰ πράγματα καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ἤμασταν ἐπικίνδυνοι, κλέφτες καὶ ἐγκληματίες, ὅπως μᾶς παρουσίαζαν οἱ ἀρχές. 


Οἱ κομμουνιστὲς δὲν εἶχαν καταλάβει ὅτι πάνω στὸ σταυρὸ ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ ὅτι ὅλες οἱ μέθοδοι βασανισμοῦ καὶ ἡ ψυχολογικὴ βία δὲν παράγουν σκλάβους ἀλλὰ μάρτυρες, ἁγίους ποὺ ποτίζουν τὸν τόπο τους μὲ τὸ αἷμα τους». 


Καὶ συνεχίζει ὁ π. Ἰουστῖνος· «Στὶς ἡμέρες μας οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας ἔχουν ἀτονήσει. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ ζοῦμε στὴν ἄνεσι, στὴν ἀλόγιστη ἐλευθερία, στὴν ἐποχὴ τῆς τηλεοράσεως, καὶ ἔτσι δὲν ἔχουμε οὔτε τὴ σωματικὴ δύναμι ν᾿ ἀντισταθοῦμε σὲ τίποτε. 


Ἑπομένως μὴ ψάχνετε λύσεις. Ἀγαπητοί, δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λύσεις. Ἡ μόνη λύσι εἶνε ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστό. Σὲ περιόδους διωγμῶν οἱ Χριστιανοὶ θὰ πρέπῃ νὰ συγκεντρώνωνται δίπλα στοὺς ἱερεῖς καὶ νὰ παίρνουν δύναμι ἀπὸ τὴ θ. Κοινωνία. Μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ λέγοντας τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐπικαλούμενοι τὴ βοήθεια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου θὰ προστατευθοῦν ἀπὸ ὁποιονδήποτε». 


Ὁ π. Ἰουστῖνος κατάλαβε ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας ὡς Χριστιανῶν πρέπει νὰ εἶνε ἕνα συνεχὲς μαρτύριο τοῦ πεσμένου ἑαυτοῦ μας καὶ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο. «Πρέπει ν᾽ἀποκτήσουμε τὴν κάθαρσι τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἔχουμε πολὺ κουράγιο τὴν ὥρα τοῦ διωγμοῦ. Δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα τοῦ διωγμοῦ ἢ τοῦ πολέμου γιὰ νὰ ἑτοιμάσουμε τὶς ψυχές μας. Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶνε πάντα ἕτοιμος νὰ συναντήσῃ τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς του καὶ ψάχνει τρόπους γιὰ νὰ θυσιάσῃ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν πλησίον καὶ γιὰ τὸ Θεό. Ψάχνει τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέσα του καὶ δὲ φοβᾶται τίποτα σ᾽ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Γι᾽ αὐτὸν ἡ θλῖψι εἶνε χαρὰ καὶ ὁ σταυρὸς ἀνάστασι. 


Ἡ ζωή μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ πρέπῃ νὰ μᾶς φοβίζουν πόλεμοι καὶ φοβερὰ γεγονότα. Ἀντίθετα, θὰ πρέπῃ νὰ φοβώμαστε καὶ ν᾿ἀνησυχοῦμε γιατὶ ἡ ψυχή μας δὲν εἶνε ἕτοιμη ν᾿ἀντικρύσῃ τὸν Κύριο». 


Ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι 

Ὁ π. Ἰουστῖνος ἀποφυλακίσθηκε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς Periprava στὶς 14 Μαΐου 1964 μετὰ ἀπὸ 16 ὁλόκληρα χρόνια κρατήσεως. Ἔφυγε ἀφήνοντας πίσω του τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του κι αὐτὸ τὸν γέμιζε θλῖψι. Πήγαινε σ᾿ ἕναν ἄγνωστο καὶ ξένο κόσμο περνώντας μπροστὰ ἀπὸ τοὺς φύλακες, οἱ ὁποῖοι ἦταν γεμᾶτοι θυμὸ καὶ μῖσος γιὰ τὴν ἀποφυλάκισί του. Εἶχε ὅμως μάθει μέσα στὴ φυλακή, ὅτι ὁ νικητὴς δὲν εἶνε αὐτὸς ποὺ νικάει ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ξέρει νὰ ὑπομένῃ.


Σωματικὰ ἐξουθενωμένος ἀλλὰ πνευματικὰ ἀναγεννημένος ὁ π. Ἰουστῖνος, φέροντας τὰ σημάδια τῶν δοκιμασιῶν ποὺ ὑπομονετικὰ βάσταξε, ἐπιθυμοῦσε νὰ γνωρίσῃ τὸν γέροντα Παΐσιο Olaru. Περίμενε δύο μέρες ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ γέροντος γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Γιὰ τὰ ἑπόμενα 8 χρόνια βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγησι.


Ὁ π. Ἰουστῖνος ἐπέστρεψε στὸν τόπο τῆς νεότητός του, στὸ μοναστήρι Durău, τὸ ὁποῖο εἶχε κλείσει μὲ διάταγμα τῆς κυβερνήσεως. Ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς εἶχαν ἀνατιναχθῆ τὸ 1949 καὶ τὰ συντρίμμια τους βρίσκονταν τώρα στὸν πάτο τῆς λίμνης. Αὐτὸ τὸ θέαμα στενοχώρησε τόσο πολὺ τὸν π. Ἰουστῖνο, ποὺ ἡ καρδιά του πονοῦσε γιὰ μία ἑβδομάδα.


Μιᾶς καὶ δὲν εἶχε τόπο νὰ μείνῃ, ἐφ᾿ὅσον οἱ πρώην πολιτικοὶ κρατούμενοι δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μείνουν σὲ μοναστήρι, ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς ἐξορίας του ἡ μητέρα του τὸν περίμενε, κι ὅταν ἐπέστρεψε δὲν τὸν ἀναγνώρισε τόσο ποὺ εἶχε ἀλλάξει. Λίγες ἡμέρες μετά, ἡ μητέρα του, ποὺ μὲ τὶς προσευχές της τὸν εἶχε στηρίξει μέσα στὴ φυλακή, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.


Ἡ Σεκιουριτὰ τὸν ἀκολουθοῦσε γιὰ 4 μῆνες μετὰ τὴν ἀποφυλάκισί του, ὅπου κι ἂν πήγαινε. Ἀκόμα, εἶχαν κρύψει μαγνητόφωνο μέσα στὸ σπίτι του. Ἕνα βράδυ ὁ π. Ἰουστῖνος μέσα στὴν ἀπελπισία του γι᾿ αὐτὴ τὴ στενὴ παρακολούθησι, τοὺς εἶπε μὲ θάρρος· «Ἀφῆστε μὲ ἥσυχο! Κοιτάξτε τὴ δουλειά σας. Ἂν ἔχετε κάποιο νέο ἔνταλμα συλλήψεως, συλλάβετέ με. Ἂν ὄχι, ἀφῆστε με ἥσυχο γιατὶ αὐτὸ ποὺ κάνετε εἶνε ἀπαράδεκτο». Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸἐπεισόδιο τὸν ἄφησαν, δὲν τὸν ξαναενώχλησαν φανερά.


Κατακουρασμένος ἀπὸ ὅσα εἶχε περάσει, ποθοῦσε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴ μοναχική του ζωή. Ἔπρεπε ὅμως νὰ περιμένῃ δύο χρόνια γι᾽ αὐτό. Στὸ μεταξύ, δούλευε ὡς ἐργάτης τὰ Σαββατοκύριακα στὸ μοναστήρι Secu, κάτι τὸ ὁποῖο τὸν βοήθησε, γιατὶ ἦταν μέσα σὲ μοναστήρι καὶ μποροῦσε νὰ συμμετέχῃ στὶς θεῖες λειτουργίες.



Ἐπιστροφὴ στὴ μοναχικὴ ζωὴ


Φτάσαμε στὸ 1966. Ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Secu παρατήρησε τὴν ὑπακοή, τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα καὶ τὴ μελῳδικὴ φωνὴ τοῦ π. Ἰουστίνου καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸ μητροπολίτη νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ γυρίσῃ στὰ μοναχικὰ καὶ ἱερατικά του καθήκοντα. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ π. Ζαχαρία Cyprian καὶ τὴν ἄδεια τοῦ πράκτορα τῶν Σεκιουριτᾶ, ὁ π. Ἰουστῖνος προσχώρησε στὴν ἀδελφότητα τοῦ Secu. Γιὰ 8 χρόνια εἶχε τὸ διακόνημα νὰ περιποιῆται τὶς κυψέλες καὶ νὰ ψήνῃ ψωμί – ἕνα δύσκολο διακόνημα μιᾶς κι ὅλα γίνονταν μὲ τὰ χέρια.


Οἱ Σεκιουριτὰ συνέχιζαν νὰ κλείνουν μοναστήρια, νὰ ἐπιβλέπουν τὰ πάντα, ἔτσι ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μπορῇ νὰ μιλήσῃ ἐλεύθερα. Κάθε κίνησι, κάθε λέξι, ὅλα ἦταν ὑπὸ παρακολούθησι· μόνο οἱ σκέψεις παρέμεναν ἀνεξέλεγκτες.


Τὸ 1974 ὁ π. Ἰουστῖνος ἐξαναγκάστηκε νὰ μεταφερθῇ στὸ μοναστήρι Bistritᾳ. Τὸ 1976 παίρνει ἄδεια νὰ ἐκπληρώσῃ ἕνα παιδικό του ὄνειρο· νὰ ἐπισκεφθῇ τὸἍγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ἔμεινε γιὰ δύο μῆνες. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκέψεώς του ὁ π. Ἰουστῖνος νοστάλγησε τὴν πατρίδα του, ἂν καὶ ἤξερε ὅτι οἱ ἀρχὲς θὰ συνέχιζαν νὰ τὸν κατασκοπεύουν. Ὅσο καιρὸ ἔλειπε στὸ Ἅγιον Ὄρος συνέχισαν τὴν κατασκοπία, γιατὶ εἶχαν βάλει κρυφὰ ἕνα μικροσκοπικὸ μικρόφωνο στὸ παλτό του. Παρ᾽ὅλα αὐτὰ ἐκεῖνος ἤθελε νὰ γυρίσῃ πίσω στὸν τόπο ποὺ τὸν κατεδίωκαν καὶ τὸν παρακολουθοῦσαν.


Μὲ τὸ ποὺ ἐπέστρεψε στὸ Βουκουρέστι, παρέμεινε στὰ γραφεῖα τῆς κυβερνήσεως δύο μέρες γιὰ ἀνάκρισι καὶ μετὰ στάλθηκε πίσω στὸ Bistritᾳ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἔμεινε μέχρι τὴν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ τὸ 1989. Ἐκεῖ ὁ π. Ἰουστῖνος ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴν καθοδήγησι τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν δοῦν. Ὑπομονετικὰ βοηθοῦσε τοὺς πάντες, ἀκόμα κι ὅσους ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Σεκιουριτὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν κρυφά, νὰ βαπτισθοῦν κρυφά, νὰ παντρευτοῦν ἢ νὰ κοινωνήσουν κρυφά. Ἔγινε γνωστὸς σ᾿ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο ὡς ὁ καλὸς ποιμένας τῶν ψυχῶν καὶ ὁ διδάσκαλος· ἕνας ἄνθρωπος θυσίας. Ἔλεγε ὁ ἴδιος· Ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾷς, τόσο περισσότερο θυσιάζεις τὸν ἑαυτό σου.


Ἐπειδὴ εἶχε ὑποφέρει πολὺ στὴ ζωή του, ἔβαζε τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς θλίψεις τῶν ἀνθρώπων πάνω ἀπὸ τὴ δική του ἄνεσι, μόνωσι, μοναχικὸ κανόνα καὶ λειτουργικὴ ζωή. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσῃ ὅλους, ἐνσταλάζοντας στὶς ψυχές τους τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρά.


Ἡ ἐμπειρία του ὡς πνευματικοῦ πατέρα εἶχε τέτοια ἐπίδρασι μέσα του, ποὺ ἔλεγε· Πρέπει ν᾿ἀγαπᾷς καὶ νὰ καταλαβαίνῃς κάποιον, νὰ εἶσαι ἐκεῖ δίπλα του ὅταν θλίβεται, νὰ μοιράζεσαι τὸν πόνο του. Ὅταν τελειώνω τὴ θεία λειτουργία, δὲν πηγαίνω νὰ φάω ἢ νὰ κλειστῶ στὸ κελλί μου, ἀλλὰ πάω νὰ χαιρετίσω τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, μὲ θυσία. Συνέχιζε λέγοντας· Ἐὰν νοιάζεσαι γιὰ τὶς θλίψεις τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ στὸ μοναστήρι σου ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας πνευματικὸς πατέρας πρέπει νά ᾿νε ἄγρυπνος, νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὸν ἀόρατο πόλεμο καὶ νὰ μὴν καταλαμβάνεται ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν.


Ὁ π. Γεώργιος Calciu, μιλώντας γιὰ τὸν π. Ἰουστῖνο ὡς πνευματικὸ πατέρα, ἔλεγε ὅτι εἶνε ἕνας χαρισματικὸς πνευματικός, ποὺ κάνει τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λάμπουν μετὰ τὴν ἐξομολόγησι. Τὰ ἀνακουφίζει ἀπὸ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὰ καθοδηγεῖ χωρὶς νὰ καταπιέζῃ ἢ νὰ ἐπεμβαίνῃ στὴ σκέψι τους. Δὲν εἶνε τόσο ὁ λόγος του ὅσο τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ποὺ κατοικεῖ μέσα του, κι αὐτὸ εἶνε ἀπόρροια τῆς ὑπομονῆς ποὺ ἔκανε στὶς φυλακές, τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε, ἀλλὰ καὶ τῆς ἔμπονης προσευχῆς του.


Μοναστήρι Petru Vodă 

Τὸ 1991 ὁ π. Ἰουστῖνος ἐπιστρέφει στὴν Petru Vodă, τὴν πόλι ποὺ γεννήθηκε, μαζὶ μὲ δύο μοναχούς, τὸν π. Ἰγνάτιο καὶ τὸν π. Καλλίνικο, καὶ ἱδρύει ἕνα νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο τὸ ἀφιερώνει στοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ἤθελε νὰ χτίσῃ ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο σ᾿ ὅσους εἶχαν ἐπιζήσει στὴν περιοχή. Ἂν καὶ ἀρχικὰ ἤθελε νὰ χτίσῃ μία σκήτη, τελικὰ στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1991 ἄρχισε ἡ κατασκευὴ τοῦ καθολικοῦ τοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ θεία Πρόνοια ἐπέτρεψε, ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἡμερομηνία ποὺ εἶχε συλληφθῆ καὶ ἀποφυλακισθῆ, 14 Μαΐου!


Ὅλα τὰ μοναστήρια, οἱ σκῆτες καὶ οἱ ἐκκλησίες, ποὺ ἔκτισε ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔγιναν σὲ πολὺ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ συμπαράστασι ἀκόμη καὶ μικρῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκονομικὴ συνεισφορὰ πνευματικῶν του παιδιῶν, τόσο ἀπὸ τὴ Ῥουμανία ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ Διασπορά. Τὸ 1992 ὅλα τὰ μοναστήρια του ἄρχισαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ πνευματικά του παιδιὰ γνώριζαν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τὴν ἀγάπη, τὸ θυσιαστικὸ πνεῦμα, τὴν κατανόησι καὶ τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιὰ ὅλους. 14 μὲ 18 ὧρες ἡμερησίως τὶς δαπανοῦσε γιὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τὸν καθένα ξεχωριστά, νὰ τὸν ἀκούῃ, νὰ τοῦ γιατρεύῃ τὶς πληγές, νὰ τὸν καθοδηγῇ καὶ νὰ τὸν ἐμπνέῃ στὸν πνευματικό του ἀγῶνα. Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης θυσίας. Δὲν ἔλεγε ἁπλῶς θεωρίες· ἦταν κοντὰ στὸν καθένα στὶς θλίψεις του. Ἤθελε ὁ π. Ἰουστῖνος νὰ ὁδηγήσῃ τὸν καθένα στὴν κάθαρσι καὶ στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του μέσῳ τῆς μετανοίας. Ὁ ἴδιος συνέχιζε νὰ ζῇ ἀσκητικά, νὰ τρώῃ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα –ἀργὰ τὸ βράδυ–, νὰ κοιμᾶται μόνο δύο μὲ τρεῖς ὧρες ἡμερησίως, νὰ τελῇ συχνὰ τὴ θ. λειτουργία, καὶ νὰ διαβάζῃ τοὺς Πατέρες κι ὅ,τι ἄλλο ὠφέλιμο.


Κήρυττε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς του ἐνάντια στὸν οἰκουμενισμό, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε —ὅπως κι ἄλλοι πατέρες τῆς ἐποχῆς του— ὡς τὴν πιὸ φοβερὴ αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας. Πάντα ὑπεράσπιζε τὴν ἀλήθεια λέγοντας ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων. Ὑποστήριξε τὴν ἁγιοκατάταξι πολλῶν Ῥουμάνων φυλακισμένων, πιστεύοντας ὅτι εἶνε σημαντικὸ ἡ Ἐκκλησία νὰ θεσπίσῃ μιὰ ἡμέρα μνήμης ὅλων αὐτῶν τῶν μαρτύρων.


Ἡ ζωὴ τοῦ π. Ἰουστίνου ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχοντας πάντοτε μπροστά του ὡς παράδειγμα τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παίρνοντας πάνω του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων θυσιάστηκε γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ.


Μὲ τὸ παράδειγμά του ὁ π. Ἰουστῖνος ἐνέπνευσε πολλοὺς ν᾽ἀκολουθήσουν τὰ βήματά του. Ἔτσι τὸ μοναστήρι τῶν Ἀρχαγγέλων ἔγινε ὁ τόπος ποὺ συνεχιζόταν ἡ Ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ ἡ παράδοσι τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ποὺ ἀκουγόταν ἡ ἀλήθεια τῆς Ῥουμανικῆς ἱστορίας.


Κάποιες συμβουλὲς τοῦ π. Ἰουστίνου ἦταν οἱ ἑξῆς.


Ὅταν βλέπουμε τὸν ἀδελφό μας νὰ κάνῃ κάποια ἁμαρτία, δὲν πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ τοῦ «πετάξουμε τὴν πέτρα», ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὴν ἴδια ἁμαρτία, καὶ ἔτσι ἀναπαύεις τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὴ ἡ ἐργασία εἶνε πολὺ εὐάρεστη στὸ Θεό. Μιὰ πνευματικὴ κατάστασι σὲ διευκολύνει νὰ δῇς μέσα σου τὴν πτῶσι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος· δηλαδὴ ὁ καθένας φταίει γιὰ ὅλους καὶ ὅλοι φταῖνε γιὰ τὸν καθένα. Αὐτὸ βοηθάει πολὺ τὸν ἀδελφό σου. Στὸ κάτω – κάτω αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια.


Εἶνε πολὺ σημαντικὸ νὰ ξέρουμε πῶς νὰ προσευχώμαστε. Πολλὲς φορὲς κ᾽ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ ἔχουμε τὴν ἐντύπωσι ὅτι προσευχόμαστε, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ περίπτωσι νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε μόνο ἀπὸ καθῆκον. Πρέπει νὰ ἐπιμένουμε στὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία. Ὅταν δὲν ζοῦμε αὐτὰ ποὺ λέμε στὴν προσευχή, αὐτὲς οἱ προσευχὲς εἶνε μάταιες. Πρέπει νὰ στραφοῦμε μέσα στὴν καρδιά μας, γιατὶ ἐκεῖ ἐμφωλεύουν ὅλα τὰ πάθη μας. Μέχρι τώρα μπορούσαμε νὰ ξεπερνᾶμε τὶς καθημερινές μας δυσκολίες κάνοντας κάποια ἐπιφανειακὰ θρησκευτικὰ καθήκοντα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ εἶνε ἀρκετὸ γιὰ τοὺς καιροὺς ποὺ ἔρχονται. Ἂν δὲν ἔχουμε συντετριμμένη καρδιά, δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε στὰ ψυχολογικὰ βασανιστήρια.


Θὰ ἔρθῃ ἐποχὴ ποὺ μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πεῖρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Θὰ γίνουν φοβερὲς προδοσίες. Γι᾽ αὐτὸ προσευχηθῆτε, προσευχηθῆτε, γιὰ νὰ μὴν πέσετε στὴν παγίδα τῆς προδοσίας.


Ἡ εὐχὴ παραμένει τὸ προπύργιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Δὲν εἶνε ὑποχρέωσι μόνο τῶν μοναχῶν ἀλλὰ ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὴ σὲ βοηθάει νὰ στραφῇς μέσα σου καὶ νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις θὰ ἔρθῃ ἀνάλογα μὲ τὸν κόπο ποὺ θὰ βάλουμε.


Ἀργότερα ἄρχισε νὰ δέχεται στὸ μοναστήρι ἀνθρώπους μὲ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἤξερε ὅτι αὐτὸ θὰ ἐμπόδιζε τὴν εἰρήνη τῆς μονῆς, ἀλλὰ τὸ ἀνέλαβαν ὡς ἄσκησι ὑπομονῆς γιὰ τὴν ἀδελφότητα. Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς θεραπεύτηκαν διὰ μέσου τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.


Τὸ 1999 ἱδρύει τὴν γυναικεία μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Paltin, ἡ ὁποία ἀπέκτησε γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, ἐργαστήριο γιὰ φυσικὰ θεραπευτικὰ φάρμακα, νοσοκομεῖο, ἐκδοτικὸ οἶκο. Εἶνε τώρα ἡ μεγαλύτερη μονὴ τῆς Ῥουμανίας μὲ 150 μοναχές.


[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Orthodox Word,

τ. 292/Σεπτ.-Ὀκτ. 2013,

μετάφρασις ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου