Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ


Συνομιλητής: Αρχ. Ζαχαρίας,
Ιερομόναχος της Μονής Τιμίου Προδρόμου στο ΕΒΒΟΧ
Α ΜΕΡΟΣ
Κ.Ι.: Θ' ασχοληθούμε με την Πατριαρχική Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Εssex της Αγγλίας και με τον κτίτορα της Μονής, τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Έχουμε τη χαρά να έχουμε μαζί μας τον ιερομόναχο Ζαχαρία, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με το Γέροντα. Μετέφρασε τα βιβλία του Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί και Περί προσευχής. Ζει εδώ και αρκετά χρόνια στο Εssex της Αγγλίας και διακονεί τη Μονή και συμβάλλει στο έργο της Εκκλησίας.
Πατέρα Ζαχαρία μου, ας ξεκινήσουμε πρώτα από το Γέροντα Σωφρόνιο, ο οποίος είναι μια ξεχωριστή μορφή στη σύγχρονη Ορθοδοξία. Είναι ο άνθρωπος που μετέδωσε το πνεύμα της Ορθοδοξίας στο Δυτικό κόσμο, ξεκινώντας από το βιβλίο του Ο άγιος Σιλουανός και άλλα τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πλείστες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Έτυχε κάποτε να βρεθώ στην κορυφή των Άλπεων, στο σπίτι του Νίτσε και μία κυρία ήρθε κοντά μου για να μου πει ότι διαβάζει το Γέροντα Σιλουανό. Ήταν Ελβετίδα συγγραφεύς. Αυτό δείχνει ότι μέσα από τα εκατομμύρια των ανθρώπων το να έρθει κάποιος να σου μιλήσει για τον άγιο Σιλουανό θεωρώ ότι είναι κάτι σημαντικό. Κάτι σημαίνει.
Μιλήστε μας για την προσωπικότητα του Γ. Σωφρονίου.
Αρχ.Ζ.: Είναι δύσκολο για μένα να μιλήσω για το Γέροντα μου, διότι δεν έχω την δυνατότητα να τον περιγράψω. Έζησα κοντά του, σχεδόν 27 χρόνια, αλλά ποτέ μου δεν τον συνήθισα, ποτέ μου δεν τον θεώρησα ως κοινό άνθρωπο. Η κάθε επαφή μαζί του ήτανε για μένα ένα γεγονός, ένα καινούργιο γεγονός, ενώ, εξωτερικά, η ζωή ήταν πολύ απλή. Εκείνο που με είχε εντυπωσιάσει πολύ στη ζωή του Γέροντα ήταν ο λόγος του και η δύναμη της προσευχής του. Προπαντός ο λόγος του. Οποιαδήποτε ώρα κι εάν πήγαινα (μεσημέρι, μεσάνυκτα, πρωί), καμιά φορά κοιμόταν στην πολυθρόνα και τον ξυπνούσα και τούλεγα: υπάρχει αυτό το πρόβλημα, τι να κάνω; Αμέσως μου έδινε ένα λόγο που ήξερα ότι ήταν από έναν άλλο κόσμο. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει περισσότερο από κάθε άλλο. Εξωτερικά ζούσε πολύ απλά μαζί μας,
σαν αδελφός. Ποτέ δεν μας είπε «παιδάκι» μου ή «παιδί μου» ή «τέκνο μου». Συμπεριφερόταν σε μας ως σε ίσους του. Με μεγάλο σεβασμό. Εγώ ήμουνα ένας από τους νεότερους εκεί.
Κ.Ι.: Αυτό δείχνει τη λεπτότητα της ψυχής του, την εσωτερική του καλλιέργεια.
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας είχε καλλιτεχνική φύση και ιδιοσυγκρασία. Πολλές φορές έλεγε ότι «για νάναι κανείς χριστιανός πρέπει να έχει φύση καλλιτέχνη. Δηλαδή, όπως ο καλλιτέχνης κατέχεται από το αντικείμενο της τέχνης του μέρα και νύκτα και προσπαθεί να εκφράσει στην τελειότητα το αντικείμενο αυτό έτσι και ο χριστιανός κατέχεται από μία και μόνο ιδέα. Πώς να δει το πρόσωπο του ζώντος Θεού, πώς να παρουσιασθεί μπροστά στο ζώντα Θεό και πώς να γίνει καταλληλότερος γι' αυτή τη συνάντηση με τον ζώντα Θεό».
Κ.Ι.: Πρόκειται για το «έσεσθε ούν τέλειοι ώσπερ ό πατήρ ημών τέλειος εστί».
Αρχ.Ζ.: Ναι. Πάντοτε μου έλεγε ότι «όλες οι τέχνες προσπαθούν να εκφράσουν το τέλειο, να αρπάξουν το αιώνιο και όλες αποτυγχάνουν και μένει ένα κενό στην ψυχή του ανθρώπου, διότι το αιώνιο, το τέλειο, δεν μπορεί να το αρπάξει κανένας με ανθρώπινα μέσα, μόνο εάν το ίδιο δοκήσει και παραδοθεί στον άνθρωπο ως δωρεά».
Κ.Ι.: Είναι θέμα χάριτος και ακτίστων ενεργειών, του ακτίστου φωτός, για το οποίο ιδιαίτερα έχει μιλήσει ο Γέροντας.
Μια και μιλάμε για την τέχνη πατέρα Ζαχαρία, κι επειδή ξέρουμε ότι ο Γέροντας ήταν ζωγράφος, ξεκίνησε ως ζωγράφος, κι έκανε και μια μοναδική αγιογραφία, θυμάμαι εκεί στη Μονή σας, τι ωραία πράγματα και τι ωραίες εικόνες, είχε, με το δικό του τρόπο, ζωγραφίσει. Ήταν κάτι το ασυνήθιστο για μένα, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία οι εικόνες του Γέροντος.
Αρχ.Ζ.: Στην αγιογραφία του φαίνεται ότι προσπαθούσε να εκφράσει εκείνο το οποίο ήθελε να παραδώσει και στα βιβλία του, δηλαδή το νόημα της ανθρώπινης υποστάσεως, το νόημα του προσώπου ή υπόστασης. Προτιμούσε τον όρο υπόσταση, τον ελληνικό, γιατί εκφράζει καλύτερα εκείνο που ήθελε να πει. Όπως στη θεολογία του προσπαθούσε να εκφράσει τη θεολογία του προσώπου έτσι και στις αγιογραφίες του. Βλέπει κανείς σε κάθε πρόσωπο που ζωγραφίζεται στο ναό ή στην τραπεζαρία μια εσωτερικότητα και βλέπει ότι το κέντρο αυτού του προσώπου είναι η καρδιά του ανθρώπου, η βαθιά καρδιά του ανθρώπου, όπου εκεί αυτός ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος έχει την ιδιότητα να χωρεί όλο το είναι, τόσο το θεϊκό όσο και το ανθρώπινο. Έτσι γίνεται η ομοίωση του ζώντος Θεού.
Κ.Ι.: Δηλαδή, προσπαθούσε να αποδώσει τον ένδον Χριστόν, τον εν ημίν Χριστόν. Τον απέδωσε, μπορώ να πω, κατά έναν εκπληκτικό τρόπο.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Ο Γέροντας, ό,τι είχε να πει το παραθέτει στα βιβλία του. Μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να το βρει στα βιβλία του.
Είναι δύσκολο για μας να μιλάμε για το Γέροντα. Να με συγχωρείτε, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Ο ίδιος είχε τέτοια δίψα Θεού που έλεγε ότι: «εάν άσκηση είναι ο αγώνας να υπερνικήσουμε το τάδε ή το τάδε πάθος, τότε τέτοιον αγώνα δεν εγνώρισα». Η δίψα του για τον αληθινό Θεό και η μεταμέλεια του για το γεγονός ότι στη νεότητα του παραπλανήθηκε σε άλλους δρόμους...
Κ.Ι.: Στην Ανατολή δηλαδή;
Αρχ.Ζ.: Σε Ανατολίτικες θρησκείες ναι, του έδωσε μια τέτοια δίψα που ακόμα και οι σάρκες του διψούσαν το ζώντα Θεό.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό. Μέσα από τα βιβλία του είναι εμφανέστατο το στοιχείο αυτό του ερωτά του, του πάθους του για τα θεία. Νιώθει κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος έπασχε σταυρικά, το λέει άλλωστε, ότι έπασχε σταυρικά προκειμένου να γνωρίσει το ζώντα Θεό. Το «εγώ ειμί ό Ών» τον καταφλέγει.
Αρχ.Ζ.: Όταν του απεκαλύφθη, λέει, μέσω αυτού του κειμένου της Εξόδου, το «εγώ ειμί ό Ών», ότι ο Θεός είναι προσωπικός, ότι το απόλυτο, ο Θεός, ο άπειρος Θεός είναι προσωπικός, τότε άλλαξε η ζωή του, τότε αναγεννήθηκε.
Κ.Ι.: Έφυγε από τα αφηρημένα των Ανατολικών λατρειών.
Αρχ.Ζ.: Έπαυσε να υπηρετεί τους θεούς των φιλοσόφων, λέει.
Κ.Ι.: Μάλιστα. Πατέρα Ζαχαρία, μια και μιλήσαμε προηγουμένως για τον καλλιτέχνη σε σχέση με τα θεία και την τελειότητα, θυμάμαι, εάν μου επιτρέπετε να πω κάτι, που ο Γέρων Πορφύριος μου είπε κάτι ανάλογο, όταν τον είχα γνωρίσει. Έμαθε ότι έγραφα ποίηση και μου είπε: «Μα οι άγιοι δεν είναι ποιητές; Φαντάσου τους αποστόλους και το Χριστό εκεί στην Τιβεριάδα, εκεί στη θάλασσα της Γαλιλαίος. Υπάρχει πιο ποιητικό γεγονός από το να τους βλέπεις να πηγαίνουν πάνω στα βουνά ή να περπατούν πάνω στην ακρογιαλιά ή να πορεύονται με το πλοίο. Αυτό είναι ποίηση». Και μου προσέθεσε: «Ο Θεός δεν θέλει δίπλα του χοντροκομμένους ανθρώπους. Θέλει λεπτούς ανθρώπους, όπως τους ποιητές και τους καλλιτέχνες». Η θέση αυτή συμπίπτει πλήρως με όσα είπαμε προηγουμένως για το Γέροντα Σωφρόνιο.
Αρχ.Ζ.: Βέβαια, ο Θεός αυτό που θέλει πάνω από όλα είναι καρδία συντετριμμένη. Μόνο η συντετριμμένη καρδία προδιαθέτει τον άνθρωπο να δεχθεί τις εντολές του Θεού ως νόμο της ζωής του. Και ο Γέροντας έλεγε: «η μεγαλύτερη ποίηση, η μεγαλύτερη και ατελεύτητη δημιουργία, είναι η προσευχή. Στην προσευχή, στην υποστατική προσευχή προς το ζώντα Θεό, γίνεται μια συνεργασία με το Θεό, ώστε να αποκατασταθεί η εικόνα του Θεού και η ομοίωσις του Θεού μέσα στον άνθρωπο που έχουν αμαυρωθεί από την πτώση και την αμαρτία». Αυτό το θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη ποίηση. Σ' αυτή συνεργάζεται κανείς με το Θεό, στο να γίνει Θεός κατά χάριν.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, ο Γέροντας πόσες ώρες την ημέρα δούλευε; Εσείς τον γνωρίσατε σε προχωρημένη ηλικία, έστω κι αν μείνατε 27 χρόνια δίπλα του.
Αρχ.Ζ.: Τον είχα γνωρίσει γύρω στα 70 του. Πέθανε όταν ήταν σχεδόν 97.
Ξέρετε, η ζωή μας ήταν πολύ εμπερίστατη. Ήταν συνέχεια απασχολημένος με τα πρακτικά της εγκαταστάσεως μας, με τα της ιδρύσεως της Μονής. Συνεχώς ήταν απασχολημένως με τους πολλούς προσκυνητές που έρχονταν σε αυτόν. Πολλές φορές, ασχολείτο και χειρονακτικά μαζί μας. Μέχρι τα 75 του μπορούσε και εργαζόταν χειρωνακτικά, μετά λιγότερο και λιγότερο. Κατόπιν, εργαζόταν, όπως έλεγε «σαν δικηγόρος μπροστά στο Θεό για τους ανθρώπους».
Κ.Ι.: Είναι πολύ ωραίο.
Αρχ.Ζ.: Προσπαθούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους για να βρούνε το δρόμο και να κτίσουνε σωστά τη ζωή τους.
Κ.Ι.: Μιλήσαμε προηγουμένως για την προσευχή και έχετε μεταφράσει το βιβλίο του Περί προσευχής. Γι' αυτό ήθελε τη μετάφραση σε αυτήν την αυστηρά εκκλησιαστική γλώσσα, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη δημοτική αλλ' ούτε και με την αρχαία. Είναι μια ιδιότυπη γλώσσα.
Αρχ.Ζ.: Ο ίδιος έμαθε τα ελληνικά γύρω στα 1925, όταν πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έμαθε την Αττική διάλεκτο. Την έμαθε καλά, μόλις του ζήτησε ο Ηγούμενος να μάθει τα ελληνικά, διότι τα είχαν ανάγκη ως μοναχοί στον Άγιο Παντελεήμονα, στη Ρωσσική Μονή. Είχαν ανάγκη από μοναχούς που να γνωρίζουν καλά τα ελληνικά για τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο και με τις άλλες Μονές. Ο Γέροντας, είπε, ότι προσευχήθηκε τότε με όλη του την καρδιά στο Θεό να του δώσει να μάθει αυτήν τη γλώσσα τόσο τέλεια ώστε, όταν προσεύχεται σε αυτήν τη γλώσσα να μην αισθάνεται ποτέ ότι είναι ξένη γλώσσα. Και ο Θεός του το χάρισε. Έλεγε: «Όταν λειτουργούσα στα ελληνικά, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είναι ξένη γλώσσα για μένα τα ελληνικά».
Κ.Ι.: Τόσο καλά τα έμαθε.
Αρχ.Ζ.: Και αυτή η γλώσσα γι' αυτόν ήτανε...
Κ.Ι.: Η μητρική του.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Και όταν μιλούσε, μιλούσε, μάλλον, στην καθαρεύουσα. Κι εσείς το έχετε διαπιστώσει.
Κ.Ι.: Ναι, βέβαια.
Αρχ.Ζ.: Θεωρούσε ότι η δημοτική δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πλήρως ως μέσο εκφράσεως της θεολογίας μας. Προτιμούσε τη γλώσσα των Πατέρων. Διότι, όπως λέει σε μια πραγματεία του, που δεν έχει δημοσιευθεί, για την Αγία Τριάδα: «οι Έλληνες, εκείνο τον καιρό έσπασαν τα όρια όπου η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να φθάσει, όσον αφορά την κουλτούρα της γλώσσας».
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, μεταφράζοντας το Περί προσευχής ασφαλώς συνεργαστήκατε μαζί του.
Αρχ.Ζ.: Στο Περί προσευχής πολύ λίγο, ήταν ήδη πολύ άρρωστος. Στο Οψόμεθα τον Θεόν..., εκεί, είχε ελέγξει κάθε σελίδα.
Κ.Ι.: Πέστε μας λίγα γι' αυτή την συνεργασία και γι' αυτόν τον έλεγχο κάθε σελίδας. Τι σας έλεγε; Πώς ήθελε τα πράγματα;
Αρχ.Ζ.: Εζύγιζε κάθε λέξη ο Γέροντας. Έλεγε πως «ο λόγος του ανθρώπου είναι κατ' εικόνα του λόγου του Θεού και πρέπει πάντοτε να γυρεύουμε τον τέλειο λόγο για να μη χάσουμε τον αιώνιο λόγο». Πάντοτε αναζητούσε, όχι μονό σε λεξικά, αλλά και με την προσευχή. Όταν βρίσκαμε καμιά δυσκολία κατέφευγε σε προσευχή και μετά δινόταν ο λόγος σ' εκείνον ή σε κανένα συνεργάτη του.
Κ.Ι.: Έτσι διετυπώνετο όσο το δυνατό καλύτερα εκείνο που ήθελε να πει.
Αρχ.Ζ.: Βέβαια. Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν λάθη και, αυτό οφείλεται σε μένα, διότι εγώ είμαι αποκομμένος από το περιβάλλον της ελληνικής γλώσσας εδώ και 30 χρόνια.
Κ.Ι.: Ναι. Είναι όμως εκπληκτικές οι μεταφράσεις σας πατέρα Ζαχαρία και πιστεύω ότι είναι και μοναδικές. Έχω σχεδόν διαβάσει όλα τα βιβλία του Γέροντος Σωφρονίου. Το Οψόμεθα τον Θεόν..., όπως και τα υπόλοιπα, είναι από τα συγκλονιστικότερα συγγράμματα του αιώνος μας. Δεν είναι μεγάλη αυτή η κουβέντα που σας λέω. Έτσι το νιώθω και έτσι το εβίωσα. Τα έχω διαβάσει 2 και 3 φορές το καθένα και βρίσκω ότι είναι από τα συγκλονιστικότερα βιβλία του αιώνος μας. Έχω διαβάσει πολλά άλλα πράγματα και φιλοσοφία. Αυτά είναι βιβλία που σε παίρνουν στον ουρανό.
Αρχ.Ζ.: Είναι γεγονός ότι μερικά θέματα που ο Γέροντας αναπτύσσει πέρασαν αιώνες να τα δούμε.
Κ.Ι.: Να τα ξαναπάρουν στα χέρια τους οι άνθρωποι της Εκκλησίας.
Αρχ.Ζ.: Να τα πραγματευτούνε ξανά οι άνθρωποι. Σε πολλά, όσον αφορά την έκφραση, μπορεί να δανείζεται και από τους Πατέρες. Η εμπειρία είναι μία. Όμως και τόσα πολλά έχουν εκφραστεί με τέτοια πρωτοτυπία. Για παράδειγμα τα: Περί προσώπου, περί ακτίστου φωτός, περί διαφόρων θεωριών του ακτίστου φωτός, για την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή, πώς ο ίδιος την κατανοούσε, πώς τη ζούσε στη λειτουργία. Εκείνο για τη χάρη της μνήμης του θανάτου (δεν βρήκα τέτοια έκφραση πουθενά αυτού του πνευματικού φαινομένου στους Πατέρες, όσο στο Γέροντα).
Κ.Ι.: Είναι το ύψος και είναι δυσθεώρητο, πατέρα Ζαχαρία.
Αρχ.Ζ.: Να με συγχωρείτε, αυτό ίσως να θεωρηθεί περηφάνεια, αλλά ο καθένας μπορεί να το ελέγξει.
Κ.Ι.: Βεβαίως μπορεί να το ελέγξει. Μπορώ να σας πω το εξής: Μερικές φράσεις από την Αγία Γραφή, το νόημα που αποκαλύπτει της Αγίας Γραφής, σε κάνει να λες: «μα εμείς, γιατί δεν το βλέπουμε;» Έχεις την αίσθηση, όπως πολύ σωστά το είπε και κάποιος φίλος καθηγητής, ότι δεν είναι γραμμένο από ανθρώπινο χέρι. Υπάρχει θεοπνευστία.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Άλλωστε ο Κύριος χθες και σήμερα ο αυτός και στους αιώνας. Έτσι και η Εκκλησία μας είναι πάντοτε αποστολική. Και όπως ο Θεός απεκαλύπτετο στους προφήτες και στους αποστόλους αποκαλύπτεται και στους δικούς του σε κάθε εποχή. Αλλιώς η Εκκλησία θα έπαυε να είναι Μία, Καθολική και Αποστολική.
Κ.Ϊ.: Θέλω να μας πείτε δύο κουβέντες, για το τι σας είπε για το ά-κτιστο φως. Φυσικά, είναι γραμμένα και στα βιβλία του, αλλά ξέρετε, η ζωντανή μαρτυρία είναι πολύ πιο έντονη.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Τι να σας πω; Ο Γέροντας επέμενε στο εξής: ο άνθρωπος για να φτάσει σε τέτοια πνευματικά γεγονότα έπρεπε να υποστεί μια δοκιμασία, μια παιδεία από το Θεό αυτών που παραχωρεί ο Θεός, όταν δει ο Θεός ότι πράγματι πιστεύει κάποιος σε Αυτόν. Όταν είναι στερεωμένος στην αγάπη Του, παραχωρεί να δοκιμαστεί αυτός ο άνθρωπος μέχρι τέλους. Όπως το βλέπουμε στη ζωή των προφητών, των αποστόλων, του δικαίου Ιώβ. Ο Γέροντας έχει ένα αξίωμα γι' αυτό. Το πλήρωμα της κενώσεως προηγείται του πληρώματος της τελειότητος. Όταν ο άνθρωπος υποστεί την κένωση της μετανοίας, τον Αδη της μετανοίας, όπως έλεγε, άμα φθάσει μέχρι τέλους και πείσει το Θεό ότι είναι δικός Του, τότε ο Θεός αποκαλύπτεται στο φως σε αυτόν τον άνθρωπο, τότε του αποκαλύπτει το φως. Με άλλα λόγια, τον τυλίγει με τέτοιο τρόπο η χάρη του και ζει τόσο ενωμένος με το Θεό, ώστε δεν ξέρει αν βρίσκεται εντός σώματος ή εκτός σώματος.
Κ.Ι.: Αυτό που είπε ο απόστολος Παύλος: «γνωρίζω κάποιον άνθρωπο προ ετών δεκατεσσάρων». Η αρπαγή έως τρίτου ουρανού...
Αρχ.Ζ.: Ναι. Έλεγε ότι σε αυτήν την αρπαγή δε φτάνει κανείς εάν δεν έχει μια διπλή θεωρία: τη θεωρία πρώτον της πνευματικής πτωχείας και να πενθήσει γι' αυτή μέχρι τέλους, να κράξει στο Θεό μέχρι τέλους και από την άλλη, το άμωμο της αγάπης του προτύπου του, που είναι ο Χριστός. Και αυτό τον κάμνει να αφομοιωθεί στο πνεύμα του Χριστού.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, ένα πολύ κεντρικό σημείο στην όλη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου είναι η φράση που είπε ο Χριστός στον άγιο Σιλουανό: «άφησε τη σκέψη σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».
Αρχ.Ζ.: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».
Κ.Ι.: Θα ήθελα, εάν το συζητήσατε με τον πατέρα Σωφρόνιο να μας λέγατε δυο λόγια ζωντανά για το πώς ανέλυε αυτό το κεφάλαιο.
Αρχ.Ζ.: Να σας πω. Είναι δύσκολο να μιλήσουμε γι' αυτό στους συγχρόνους μας, έλεγε. Δεν το αντέχουν και σχεδόν ποτέ ο Χριστιανισμός στην αυθεντική του διάσταση δεν διδάσκεται. Ζούμε όλοι σε ένα ηθικό επίπεδο. Στο οντολογικό επίπεδο του Χριστιανισμού δεν ανεβαίνουν, παρά ελάχιστοι, κατά γενεάν.
Κ.Ι.: Δεν είναι τα πλήθη που ανεβαίνουν στην κορυφή, είναι οι λίγοι, οι ελάχιστοι.
Αρχ.Ζ.: Πολλοί λένε στις μέρες μας ότι ζούμε σε μια μεταχριστια-νική εποχή.
Κ.Ι.: Είναι πρόκληση εάν νομίζουμε ότι ζούμε.
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας έλεγε ότι χριστιανική εποχή ποτέ δεν υπήρξε.
Κ.Ι.: Πολύ σωστό.
Αρχ.Ζ.: Για τα πλήθη και τα έθνη.
Κ.Ι.: Ολίγοι οι εκλεκτοί.
Αρχ.Ζ.: Το θέμα αυτό, «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» είναι η τελειότητα της οδού στο Χριστό. Όπως ο Χριστός κατέβηκε στα καταχθόνια, για να σώσει τον άνθρωπο εκουσίως, έτσι και ο άνθρωπος, από την πολλή αγάπη προς τον Θεό και με το τέλειο μίσος, το μίσος για τον εαυτό του, για την ξεπεσμένη κατάσταση που βρίσκεται και από την πολλή αγάπη προς το Θεό και από το αυτομίσος που γεννά η χάρις του Θεού στην ψυχή του καταδικάζει τον εαυτό του στην κόλαση. Δέχεται ακόμα και την κόλαση. Είναι μια χαρισματική κατάστασις. Βέβαια, ότι είναι εκούσιο νικά το ακούσιο. Εάν εκουσίως ο άνθρωπος δέχεται να κατεβαίνει με το Χριστό στην κόλαση, τότε ενίκησε την κόλαση. Ενίκησε τα πάντα και η νίκη του Χριστού έγινε και δική του νίκη. Ας το πούμε και σ' ένα άλλο επίπεδο που είναι πιο κατανοητό. Το «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» εκφράζει το φαινόμενο της αυτομεμψίας στα τελευταία του όρια. Ο άνθρωπος με την αυτομεμψία παίρνει απάνω του το πταίσμα. Δηλαδή, όλη την ενοχή την ρίχνει απάνω του, δίνει δικαιοσύνη και δόξα στο Θεό και την αισχύνη του προσώπου την δέχεται ο άνθρωπος. Κάνει όπως ο καλός ληστής πάνω στο σταυρό και αμέσως μεταπηδάει από την κόλαση του σκότους στο φως της βασιλείας του Θεού.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό αυτό, πατέρα Ζαχαρία.
Αρχ.Ζ.: Και όποιος εκούσια μέμφεται τον εαυτό του μπροστά στο Θεό τρέχει προς τα πάθη του Χριστού. Αφομοιώνεται στα πάθη του Χριστού και επομένως παίρνει και τη χάρη της Αναστάσεως του Χριστού.
Κ.Ι.: Είδατε καθόλου το Γέροντα να δακρύζει, να κλαίει;
Αρχ.Ζ.: Τον είδα μερικές φορές, αλλά προς το τέλος της ζωής του, αφού είχε γεράσει πολύ. Δεν το θεωρούσε καλό να φανεί δακρυσμένος ή να κλαίει μπροστά στους άλλους. Έλεγε ότι «ο αληθινός προφήτης είναι πάντοτε κύριος του πνεύματος του και δεν θα αφήσει τον εαυτό του να εκφράσει το εσωτερικό του μπροστά στους αδελφούς του. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν δημιουργεί έπαρση ή πρόκληση στον αδελφό του».
Κ.Ι.: Όλα αυτά που είπαμε, πατέρα Ζαχαρία, δείχνουν μια ψυχή πολύ δυνατή. Το να δεχθείς να μπεις στην κόλαση μαζί με το Χριστό δεν είναι εύκολο και δεν είναι για τον καθένα.
Αρχ.Ζ.: Πάντως όταν κάποιος ζητά το Χριστό με όλη του την ψυχή, με όλη του την καρδιά, θα παραχωρήσει ο Θεός να γνωρίσει την κόλαση, τα βάσανα της κολάσεως, όχι για να καταστραφεί, όχι για να απωλεσθεί, αλλά για να μυηθεί σε ένα μεγάλο μυστήριο, εκείνο της καθόδου του Χριστού. Θα γνωρίσει το Χριστό σε όλο του το βάθος για να μπορέσει μετά να τον γνωρίσει και σε όλο του το ύψος.
Κ.Ι.: Ο αναβάς είναι και ο καταβάς.
Αρχ.Ζ.: Ακριβώς. Αυτό είναι.
Όταν γνωρίσει το Χριστό σε όλο του το βάθος, μετά θα δώσει το δικαίωμα στο Θεό να του δώσει όλο το ύψος, όπως το έδωσε στον Υιό του το μονογενή. Θα του δώσει τέτοια αγάπη, θα πλατυνθεί η καρδία του και θα αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Θα γνωρίσει και το ύψος και το βάθος και το πλάτος, όλο το μυστήριο της κενώσεως, όλο το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού.
Κ.Ι.: Κι έτσι θα προσεύχεται διά παγγενή τον Αδάμ, κάτι που το ζητούσε όλως ιδιαιτέρως ο Γέροντας.
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας έλεγε ότι «η βασιλεία του Θεού είναι να φέρει κανείς στην καρδιά του και το Δημιουργό και τη Δημιουργία, όλον τον Αδάμ. Αυτή είναι η βασιλεία του Θεού».

Β ΜΕΡΟΣ
Κ.Ι.: Η Γεροντική σοφία είναι αυτή που έρχεται από το Άγιο Πνεύμα, είναι φωτισμός του Αγίου Πνεύματος και είναι ποτισμένη με το αίμα και τα δάκρυα των αγωνιστών του Πνεύματος.
Στο β' μέρος, με τον πατέρα Ζαχαρία, θα δούμε μερικά σημεία της διδασκαλίας του Γέροντος Σωφρονίου και μέσα από αυτήν την διδασκαλία θα φανεί όλος ο φωτισμός και η κατοχή που είχε από το Άγιο Πνεύμα ο μεγάλος αυτός φωτεινός στύλος της Εκκλησίας μας.
Αρχ.Ζ.: Είναι δύσκολο για μένα να μιλώ για τον Γέροντα μου και δεν ξέρω ακριβώς τι θέλετε, σε ποια σημεία να αναφερθούμε.
Κ.Ι.: Μπορείτε να ξεκινήσετε από τη ζωή της Εκκλησίας, εντός του ναού, δηλαδή, το λειτουργικό μέρος.
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας έδινε μεγάλη σημασία στη ©.Λειτουργία. Μάλιστα τη λειτουργική προσευχή την ονόμαζε υποστατική προσευχή. Την προσευχή που ανήκει στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, ως πλασμένο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού. Μέσα στη Θ. Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του Χριστού, να ζήσει το Χριστό. Έδινε μεγάλη σημασία στην προετοιμασία για τη Θ. Λειτουργία και την προσοχή με την οποία έπρεπε εμείς να τελούμε τη Θ. Λειτουργία και να προσευχόμαστε σ' αυτή.
Θεωρούσε ο Γέροντας ότι στις μέρες μας μέσα στη Θ. Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να βρει το παν. Και ότι όταν τελείται με προσοχή η Θ. Λειτουργία έχει μέσα της όλη τη χάρη του Θεού. Εφ' όσον είναι ο Χριστός που τελεί, στην ουσία, τη Θ. Λειτουργία, όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και όλος ο ουρανός.
Ο Γέροντας έλεγε ότι στις μέρες μας που σχεδόν έχουν εκλείψει οι συνθήκες για την ησυχαστική προσευχή το μόνο που μας έμεινε είναι η Θ. Λειτουργία. Να δώσουμε όλη μας τη δύναμη και όλη μας την προσοχή στο να τελέσουμε τη Θ. Λειτουργία όπως πρέπει για να βρούμε το πλήρωμα της χάριτος, της σωτηρίας.
Κ.Ι.: Άλλωστε, μέσα από τη Θεία Λειτουργία υπάρχει η αποκορύφωση της χαρίτωσης, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και η ένωση με τον Κύριο. Σώμα και Αίμα Κυρίου λαμβάνει ο πιστός προς ζωήν αιώνιον.
Αρχ.Ζ.: Πάντοτε ο νους του ήταν αιχμαλωτισμένος από την εικόνα του Χριστού ανεβαίνοντας το Γολγοθά. Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, στις μέρες της σαρκός Του ανέβαινε στο Γολγοθά, φέροντας μέσα Του όλο το Γολγοθά. Προσευχόμενος για όλο τον Αδάμ, πεθαίνοντας για όλο τον Αδάμ. Γι' αυτό και όταν αναστήθηκε ανέστη-σε μαζί Του και όλο το περιεχόμενο που τον συνόδευσε στον τάφο.
Κ.Ι.: Παγγενή τον Αδάμ.
Αρχ.Ζ.: Ακριβώς. Έτσι έλεγε, κι εμείς στη Θ. Λειτουργία όταν λέμε στο Θεό «τά Σά εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα» αργότερα, όταν ο Θεός θ' απαντήσει μέσα στη Θ. Λειτουργία «τά αγία τοις άγίοις» εκείνα που φέραμε μπροστά στο Θεό, μέσα στη καρδιά μας, όλα τα αιτήματα, όλη την πίστη, όλη την αγάπη, θα τα δεχτεί, θα τα αγιάσει, θα τα ευλογήσει και όσα φέρει ο ιερέας μέσα στην καρδιά του, κι όχι μόνο ο ιερέας αλλά και οι πιστοί. (Πίστευε ο Γέροντας ότι και οι πιστοί έχουν ιερωσύνη, είναι το βασίλειο ιεράτευμα). Αν ο ιερέας που τελεί τη Θ. Λειτουργία και οι πιστοί μέσα σ' αυτήν προσφέρουν τα δώρα τους με προσευχή, τότε θα απλώσει την ευλογία του ο Θεός πάνω σε όλο τον κόσμο δι' αυτής της πράξης της Θ. Λειτουργίας.
Κ.Ι.: Έτσι η ανθρωπότης θα γίνει έθνος άγιον δι' αυτού του τρόπου.
Αρχ.Ζ.: Θα λειτουργηθεί. Τώρα, έθνος άγιον, θάναι όσοι είναι βαπτισμένοι και λειτουργούν στη χάρη του βαπτίσματος, το έθνος το άγιον, ο περιούσιος λαός, που λέει ο απόστολος Πέτρος.
Κ.Ι.: Βέβαια. Μόνο που ο Χριστός ζήτησε να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο πάση τη κτίσει. Αν δεχτούν οι άνθρωποι το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού τότε θα γίνουν έθνος άγιον.
Αρχ.Ζ.: Ναι.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, μιλήσατε για προετοιμασία για τη Θεία Λειτουργία, γεγονός στο οποίο επέμενε ο Γέροντας. Τι εννοούσε;
Αρχ.Ζ.: Αυτό είναι πολύπλοκο θέμα. Περισσότερο ο Γέροντας επέμενε στην προσευχή της μετανοίας. Ο άνθρωπος να προσεύχεται στη Θ. Λειτουργία όπως μας διδάσκουν οι προσευχές που διαβάζομε πριν τη Θεία Ευχαριστία, που είναι προσευχές μετανοίας, προσευχές που δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος ψυχικά. (Είμαστε όλοι πεσμένοι, είμαστε όλοι άρρωστοι και έχουμε την ανάγκη της θεραπείας). Και είναι η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα τραύματα της αμαρτίας. Επομένως αν θέλουμε να βρούμε χάρη και έλεος από τη Θ. Λειτουργία θα τα βρούμε κατά το μέτρο που προσφέραμε προσευχή μετανοίας.
Κ.Ι.: Αυτό θεωρούσε ως προετοιμασία προτού εισέλθουμε στη Θεία Λειτουργία και προτού, μετάσχομε των αχράντων μυστηρίων του Κυρίου μας;
Αρχ.Ζ.: Ναι. Όλη μας η ζωή πρέπει να είναι κατά τον τύπο της Θείας Λειτουργίας. Δηλαδή, όπως στη Λειτουργία βασίζομε το Μυστήριο πάνω στο λόγο του Χριστού και καλούμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με την προσευχή στον Ουράνιο Πατέρα παρακαλώντας ν' αγιασθούν τα δώρα κι εμείς, έτσι πρέπει νάναι και όλη μας η ζωή' να βασίζεται πάνω στο λόγο του Θεού και τη δέηση, στην ικεσία. Τότε αγιάζεται όλη η κτίση, ο άνθρωπος και μαζί του όλη η κτίση. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος στην προς Τιμόθεον επιστολή, όλη η κτίση του Θεού είναι καλή όταν τη δεχόμαστε με ευχαριστία στο Θεό και αγιάζεται διά του λόγου του Θεού και της εντεύξεως. Η όλη μας ζωή μπορεί να αγιάζεται εάν την βασίζουμε πάνω στο λόγο του Χριστού και στην επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που έδωσε ο Κύριος στον κόσμο μετά την Ανάσταση του.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, αναφερθήκαμε στην επίκληση της χάριτος. Ο Γέροντας αυτήν την επίκληση της χάριτος πώς την καταλάβαινε και πώς την ασκούσε;
Αρχ.Ζ.: Πάντοτε ο Γέροντας σε κάθε βήμα που έκανε το συνδύαζε με τη θύρα της μετανοίας. Έβγαινε από το σπίτι και έλεγε: «ευλόγησόν μου την έξοδο και την είσοδο». Όποια πράξη έκανε, όποιο βήμα έκανε στη ζωή του, συνέχεια επεκαλείτο το Θεό.
Κ.Ι.: Ήταν η όλη συμπεριφορά του ιερατική εξ ολοκλήρου. Κινιόταν μέσα στα πλαίσια του ιερού.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Έδιδε μεγάλη σημασία στο λόγο του Θεού, ώστε να ζει ο λόγος του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Γι' αυτό, το λόγο προσπαθούσε πάντοτε να τον αρπάξει με την προσευχή επικαλούμενος το όνομα του Χριστού.
Κ.Ι.: Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να έρθουμε πατέρα Ζαχαρία, στην επίκληση του ονόματος του Κυρίου και στη γνωστή καρδιακή προσευχή. Πώς ο Γέροντας δίδασκε να ακολουθούμε την καρδιακή ευχή και πώς ήθελε ο ίδιος τόσο τη ζωή του όσο κι εκείνη των συμμοναστών του;
Αρχ.Ζ.: Γενικά ο Γέροντας είχε οργανώσει τη ζωή γύρω από έναν άξονα μέσα στο μοναστήρι. Η ζωή μας είχε δύο πόλους: τη Θ. Λειτουργία και την επίκληση του ονόματος του Χριστού. Σε αυτά τα δύο ήταν συγκεντρωμένη όλη η προσοχή του. Βέβαια, εάν κατάλαβα καλά την ερώτηση σας, ρωτάτε τι συνιστούσε για την επίκληση. Ζητούσε το ίδιο, όπως και στη Θ. Λειτουργία. Ζητούσε την προσευχή της μετανοίας. Δεν του άρεσαν οι τεχνικές μέθοδοι για τήν επίκληση της ευχής. Επέμενε να μάθει ο άνθρωπος να προσεύχεται με την καρδιά του. Πάντοτε, πίστευε ο Γέροντας, ότι η πίστη προς το Χριστό ως αληθινό Θεό και η μετάνοια του ανθρώπου είναι εκείνα που ανοίγουν την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε η προσευχή από μόνη της, οι μονόλογοι στην καρδιακή προσευχή βρίσκουν το δικό τους ρυθμό. Καμιά φορά μας μιλούσε και για τις τεχνικές μεθόδους της προσευχής, αλλά μας έλεγε να μην αποδίδουμε σημασία σε αυτές. Τότε μπορεί να χάσουμε τη χάρη του Θεού, όταν αποδώσουμε υπερβολική σημασία σ' εκείνα
που είναι απλώς μέσα. Ενώ με τη μετάνοια δεν μπορεί να αστοχήσει ο άνθρωπος εάν έχει θέρμη στην καρδιά του. Τότε ο νους μόνος του κολλά στην καρδιά και βρίσκει το ρυθμό της η προσευχή από μόνη της μέσα στην καρδιά.
Κ.Ι.: Επειδή ο Γέροντας διαρκώς ασκούσε αυτό το κεφάλαιο της μετανοίας σ' όλη του τη ζωή και αυτό συνιστούσε και στους υπολοίπους εμάς, που είμαστε ασθενείς, τι ήταν για το Γέροντα η μετάνοια;
Αρχ.Ζ.: Η μετάνοια για το Γέροντα ήταν το να γνωρίζει ο άνθρωπος την προαιώνιο ιδέα που είχε ο Θεός γι' αυτόν.
Δηλαδή, πώς ο Θεός συνέλαβε τον άνθρωπο προ καταβολής κόσμου και ποια είναι η εκπλήρωση του, ποιος είναι ο σκοπός του. Όταν καταλάβει ο άνθρωπος το προαιώνιο σχέδιο του Θεού γι' αυτόν, θα κάνει το παν για να το εκπληρώσει και να συμμορφωθεί προς αυτό.
Κ.Ι.: Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό που μας είπατε. Είναι το όνομα το καινό το γεγραμμένο στη Βίβλο της Ζωής.
Αρχ.Ζ.: Πάντοτε ο Γέροντας είχε θεολογική σκέψη. Όλα είχανε πίσω μια θεωρία θεολογική. Δεν ήτανε απλώς πράξη.
Κ.Ι.: Βεβαίως. Και θυμάμαι την εμπειρία που είχαμε -την ελαχίστη που είχαμε μαζί του- κρατούσε τα πράγματα σ' ένα ύψος θεολογικό, πολύ δύσκολο ίσως για μερικούς, εκείνο το ύψος της θείας υποστάσεως και του προσώπου.
Πατέρα Ζαχαρία, θα ήθελα να σταθούμε για λίγο στο κεφάλαιο λόγος του Θεού. Αναφερθήκατε ήδη μερικώς. Αυτόν το λόγο του Θεού ο Γέροντας πώς τον μετέδιδε σε σας και πώς ήταν αυτό το βίωμα του λόγου του Θεού μέσα στη Μονή και γενικά, πώς ήθελε να το εκδηλώνει προς τους ανθρώπους;
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας μας μάζευε μία φορά κάθε εβδομάδα. Τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του που αισθανόταν ότι κόντευε ο καιρός της αναχωρήσεως του από τον κόσμο, μας μάζευε κάθε Δευτέρα και μας μιλούσε για μία ώρα. Πριν δεν είχαμε τακτές συνάξεις, αλλά σαν διαβάζαμε στην τράπεζα την ώρα του φαγητού, σταματούσαμε την ανάγνωση και σχολίαζε εκείνα που αναγιγνώσκαμε και εύρισκε ευκαιρία από την ανάγνωση να μας πει όλα όσα ήθελε να μας πει. Ποτέ δεν προετοιμαζόταν. Πάντοτε προσευχόταν κι άνοιγε το στόμα του και ήλκυε Πνεύμα. Πολλές φορές, όταν μιλούσε στην τράπεζα, σε πολλούς από μας κοβόταν η όρεξη, γιατί ήταν τόσο γλυκύς ο λόγος του Θεού από το στόμα του, που η προσοχή μας ήταν αιχμαλωτισμένη στο λόγο που έρρεε από το στόμα του και ήταν κάτι το θαυμαστό. Πίστευε ο Γέροντας σ' αυτό που λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ότι όταν μας ζητήσουν απολογία δεν πρέπει να προμελετάμε.
Κ.Ι.: Το είπε ο ίδιος ο Κύριος.
Αρχ.Ζ.: Ναι. Εκείνος θα μας δώσει στόμα και σοφία όταν χρειάζεται. Το πίστευε πολύ ο Γέροντας, γι' αυτό και το εφάρμοζε. Έλεγε: «εάν προσευχόμαστε και η προσευχή μας βρίσκει την καρδιά μας, τότε η κάθε συνάντηση μεταξύ πνευματικού και υποτακτικού ή μεταξύ πνευματικών αδελφών μπορεί να είναι ένα πνευματικό γεγονός». Τι θέλει να πει με αυτό; ότι ο Θεός θα αποκαλύψει το θέλημα Του με αυτή την συνάντηση.
Κ.Ι.: Μάλιστα. Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο.
Αρχ.Ζ.: Και πίστευε ο Γέροντας ότι ο λόγος του Θεού πρέπει να συλλαμβάνεται με την καρδιά του ανθρώπου, να κυοφορείται στην καρδιά του ανθρώπου και να αναγγέλεται στον συνάνθρωπο του ή στον αδελφό του, όταν έρθει η στιγμή της ανάγκης. Τότε πληροφορεί ο θείος λόγος με χάρη την καρδιά αυτού που ακούει. Με αυτόν τον τρόπο αναγεννιέται ο άνθρωπος που ακούει.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, ο Γέροντας όταν διαβάζει κανείς τα κείμενα του βλέπει ότι πολλές έννοιες που υπάρχουν μέσα στη Γραφή, μέσα στα ίδια τα γραφικά κείμενα τις ερμηνεύει με τη θεοπνευστία. Έχεις την εντύπωση ότι αυτά τα βιβλία έχουν γραφτεί όχι από ανθρώπινο χέρι, αλλά από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Προσωπικά τουλάχιστον, νιώθω δέος, μια θεία έκπληξη όταν διαβάζω τα κείμενα του Γέροντος, προπαντός στον τρόπο που αντιμετώπιζε κάποια χωρία της Γραφής. Συχνά έλεγα στον εαυτό μου: «μα γιατί εγώ δεν μπορούσα να το σκεφτώ έτσι;»
Αρχ.Ζ.: Ο λόγος του Θεού έχει μεγάλο βάθος. Όλοι συλλαμβάνουμε κατά το μέτρο της πίστεως και της ζωής που έχουμε κατά Θεόν. Ναι, ο Γέροντας πίστευε μάλιστα κάτι πολύ τολμηρό, το οποίο λέει στο βιβλίο του για τον άγιο Σιλουανό: «κι εάν όλες οι άγιες Γραφές χανόντουσαν, εξαφανίζοντο, μέσα στην Εκκλησία υπάρχει το βίωμα, υπάρχει η εμπειρία. Οι άγιοι της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν πλήρως τις άγιες Γραφές. Ίσως όχι με την ίδια μορφή αλλά τις ίδιες αλήθειες. Διότι ο άγιος άνθρωπος έχει δει το φως του άνω κόσμου, έχει αρπαγεί στον άνω κόσμο και έχει δει, έστω και σε κλάσματα δευτερολέπτου, εκείνο το φως. Εκείνος ο άνθρωπος τότε γίνεται φορέας του λόγου του Θεού και νιώθει το λόγο του Θεού ως συγγενικό λόγο. Νιώθει το λόγο του Θεού ως οικείο. Αυτός ο λόγος εκπορεύεται από εκείνη τη ζωή στην οποία έχει αρπαγεί, στην οποία έχει μετατεθεί όλη του η ύπαρξη.
Κ.Ι.: Άλλωστε ο αιώνιος λόγος (η αλήθεια) είναι πάντοτε παρών.
Αρχ.Ζ.: Είναι ο Χριστός.
Κ.Ι.: Είναι όντως ο Χριστός. Επομένως, εμείς πηγαίνουμε προς το λόγο του Θεού και συχνά έρχεται και ο λόγος προς ημάς, νοουμένου
ότι προσφέρουμε το κατάλληλο δοχείο. Και ο Γέροντας ήταν ένα τέτοιο δοχείο της χάριτος και του λόγου του Θεού.
Αρχ.Ζ.: Είναι μεγάλο το θέμα του λόγου του Θεού. Ο Γέροντας πολλές φορές θεωρούσε σαν πνευματικό γεγονός το να ηχήσει ένα λόγο του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
Κ.Ι.: Βεβαίως.
Αρχ.Ζ.: Αυτή είναι η συνάντηση με το ζώντα Θεό, με το ζώντα Λόγο και Υιό του Θεού. Έλεγε, ότι αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είναι ένα πραγματικό γεγονός. Όλοι οι προφήτες είχανε αυτήν την εμπειρία. Όταν ερχόντουσαν να μιλήσουν στους συγχρόνους τους, επειδή έπρεπε να εκφράσουν ένα γεγονός, το οποίο δεν εκφράζεται με ανθρώπινα λόγια, φαινόταν μειωμένο μπροστά στα μάτια των συγχρόνων τους. Ενώ ήταν γεγονός που γνώριζαν όλοι οι Ουρανοί, τόσο μεγάλο γεγονός. Γι' αυτό και η εμπειρία των προφητών, μπροστά στα μάτια των συγχρόνων τους, φαινόταν μειωμένη. Ακόμα και ο ίδιος ο Κύριος αναγκάστηκε να πει στους Εβραίους ότι «ό Πατήρ μου μείζων μού εστί». Όχι γιατί ήτανε μείζων ο Πατήρ Του, ήτανε ίσος με τον Πατέρα, αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό μπορούσαν να καταλάβουν κι αυτό τους είπε.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, σε αυτές τις συνάξεις που είχατε με το Γέροντα, μας δώσατε ήδη μια εικόνα του πως ο Γέροντας σας έλεγε κάποιες αλήθειες από το Χριστό, από τα άνω. Έχετε στη μνήμη σας κάποιες απ' αυτές τις ωραίες κουβέντες του Γέροντα;
Αρχ.Ζ.: Ο Γέροντας σε αυτές τις συνάξεις προσπαθούσε να δώσει μια θεωρία της πνευματικής ζωής, προπαντός για τους αρχαρίους (είχαμε μερικούς δοκίμους που ήρθανε όλοι μαζί και έκανε αυτές τις συνάξεις για να καταρτιστούνε οι δόκιμοι). Μιλούσε περισσότερο για τα πάθη, για τον καθαρισμό από τα πάθη, τις αμαρτίες, πώς ο άνθρωπος, δηλαδή «να ζήσει κάθε ημέραν αναμάρτητον», όπως έλεγε. Όπως λέμε στις προσευχές: «καταξίωσον Κύριε, εν τη ήμερα ταύτη άναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». Ο αγώνας αυτός είναι συνεχής. Αν έχουμε σωστή θεωρία και φυλαχτούμε από την αμαρτία τότε νικήσαμε το θάνατο.
Κ.Ι.: Άλλωστε τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος. Όμως ο πατήρ Σωφρόνιος είχε πάντοτε την ανάγκη να ανεβάζει τους ανθρώπους στα ύψη στα οποία ζούσε ο ίδιος. Και βλέπω και από το βιβλίο το οποίο κυκλοφορήσατε με τη ζώσα διδασκαλία του Γέροντος την τρομακτική του ανάγκη, την υπαρξιακή ανάγκη, να σηκώσει τον άνθρωπο απ' αυτό το βάρος, από τη χονδρότητα της ύλης. Ήθελε να τον κάνει ει δυνατόν επίγειον άγγελο.
Αρχ.Ζ.: Αυτό όμως δεν γίνεται με λόγια. Ο Γέροντας σήκωνε όλους μας με τη δύναμη της προσευχής του. Αυτή είναι η προσευχή των αγίων. Επειδή οι άγιοι έχουν μέσα στην καρδιά τους όλον τον Αδάμ και προσεύχονται συνέχεια για όλο τον κόσμο και όταν του μιλάνε, ο κόσμος, αισθάνεται και αναγνωρίζει τους φίλους του Θεού, τους αγίους. Γι' αυτό, πολλές φορές, βλέπουμε με τρόπο πολύ εκπληκτικό να ευλαβούνται μερικοί άνθρωποι και να τιμώνται ως άγιοι, γιατί ο κόσμος έρχεται, αισθάνεται τη δύναμη της προσευχής που αυτοί οι άγιοι προσέφεραν στο Θεό υπέρ όλου του κόσμου. Είναι αυτό που ανεβάζει τους ανθρώπους κι εμείς οι απλοί άνθρωποι, αν προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, η κάθε συνάντηση που θα έχουμε μεταξύ μας θα μας ανεβάζει σε ανώτερο επίπεδο ζωής.
Κ.Ι.: Νοουμένου ότι είναι ο Χριστός ανάμεσα μας.
Αρχ.Ζ.: Ακριβώς.
Κ.Ι.: Και κοινωνούμε όλοι από το ίδιο Ποτήριον.
Αρχ.Ζ.: Συναντιόμαστε στο Όνομα Του και με την επίκληση του Ονόματος Του.
Κ.Ι.: Πατέρα Ζαχαρία, δύο λόγια ακόμη για το Γέροντα. Πόσο σας λείπει ο Γέροντας ύστερα από την εκδημία του;
Αρχ.Ζ.: Να σας πω. Δεν μας λείπει καθόλου.
Κ.Ι.: Αυτό ήθελα ν' ακούσω.
Αρχ.Ζ.: Έχουμε τον τάφο του εκεί στο μοναστήρι και η παρουσία του είναι ζωντανή. Επίσης και ο λόγος του είναι ζωντανός. Μας έχει μιλήσει από το Α έως Ω. Μας έχει μεταδώσει όλη τη γνώση που είχε για το Χριστό που είναι και το Α και το Ω.
Κ.Ι.: Ευχαριστώ όλως ιδιαιτέρως πατέρα Ζαχαρία γι' αυτήν την αναφορά στο μεγάλο Γέροντα Σωφρόνιο. Το θεωρώ ως μεγάλη ευλογία να σας έχουμε μαζί μας και να μας μιλάτε για τα στόματα αυτά του Θεού, για τους ακατάβλητους αγωνιστές της κατά Χριστόν ζωής, τα πρότυπα της Εκκλησίας μας, τα οποία, τόση μεγάλη ανάγκη έχει ο σημερινός κόσμος. Εύχομαι τα βιβλία του Γέροντος να είναι άρτος επιούσιος για τους πιστούς. Έχω προσέξει στα διάφορα ταξίδια μου στο εξωτερικό ότι το Γέροντα τον διαβάζουν και πολλοί ξένοι. Αυτό αποτελεί χαρμόσυνο είδηση για το σύνολο της Εκκλησίας.
 

Συνομιλητής: Ι Ιερομόναχος Παύλος,
Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου
διδάκτωρ της θεολογίας, συγγραφέας (κατά κόσμον Βενέδικτος Εγγλεζάκης)
Κ.Ι.: Πατέρα Παύλο1, ανήκετε στην αδελφότητα της ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου, στο Έσσεξ της Βρεττανίας. Ποια θα ήταν, τα ελάχιστα έστω, που θα μπορούσατε να μας πείτε για το Γέροντα Σωφρόνιο; Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ελάχιστα μπορούν να ειπωθούν για το μεγάλο αυτό Γέροντα των ημερών μας, ώστε να μην προσκρούσουμε στη μεγάλη ταπείνωση του και να τον στενοχωρήσουμε. Γι' αυτό, μοιραία, θα περιοριστούμε στο συγγραφικό κυρίως έργο του.
Αρχ.Π.: Παλιός αγιορείτης ο Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ρώσ-σος2, πνευματικός διαφόρων Μονών του Αγίου Όρους, λόγω σοβαρότατων προβλημάτων υγείας πήγε αργότερα στην Ευρώπη και, τελικά, κατέληξε στη Βρεττανία, όπου ίδρυσε την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Η Μονή βρίσκεται στο Έσσεξ, είναι πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται για μια πολυεθνική Μονή θα έλεγα, στην οποία ασκούνται πατέρες από διάφορες εθνικότητες. Ο Γέρων Σωφρόνιος είναι ο κτίτωρ και ο προηγούμενος της Μονής.
Ο Γέρων Σωφρόνιος, ο οποίος είναι ο γηραιότερος πνευματικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπήρξε μαθητής του αγίου Σιλουανού για δέκα χρόνια και είναι ο συγγραφέας του πασίγνωστου και πολυμεταφρασμένου βιβλίου Ο Γέροντας Σιλουανός.
Είναι ίσως ο γνωστότερος στο δυτικό κόσμο Ορθόδοξος συγγραφέας. Τα βιβλία του είναι όλα Ορθόδοξης πνευματικότητας και έχουν μεταφραστεί σε κάπου δεκαέξι γλώσσες" όχι δε μόνο ευρωπαϊκές αλλά και άλλες γλώσσες, όπως η ιαπωνική, η κορεατική και άλλες παρόμοιες, γεγονός πολύ σπάνιο για Ορθόδοξους συγγραφείς.
Ένα κλασσικό βιβλίο, για την Αγγλία κυρίως και τη Γαλλία, είναι το βιβλίο του  Ηis life is mine,  δηλαδή, η ζωή του Χριστού είναι η δική μου ζωή. Με τον τίτλο Η ζωή Τον ζωή μου μεταφράστηκε στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα βιβλίο, που προσπαθεί να διδάξει το δυτικό κυρίως άνθρωπο πώς να προσεύχεται και του παρουσιάζει, σε συντομία, τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν την προσευχή οι Ορθόδοξοι στην Ανατολή από αιώνες τώρα. Το βιβλίο αυτό γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία μεταξύ των Γάλλων και Αγγλων ετεροδόξων, καθώς και στην Αμερική επίσης, ακριβώς διότι προσφέρει αυτό, που λείπει σήμερα από τη Δύση' τη γνώση της τέχνης αυτής των τεχνών, της προσευχής.
Το τελευταίο μεγάλο βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου, το οποίο θεωρήθηκε από τους κριτικούς επίσης κλασσικό έργο της Ορθόδοξης πνευματικότητας, είναι μια πνευματική αυτοβιογραφία του με τίτλο Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, στο οποίο περιγράφει, όχι τα εξωτερικά γεγονότα της πολύ μακράς ζωής του, αλλά την πνευματική του εμπειρία. Πώς μέσα από τη μετάνοια έφτασε να εγκαταλείψει το Παρίσι, όπου στις αρχές του αιώνα μας ήταν ένας από τους μεγάλους Ρώσσους ζωγράφους του Παρισιού, όπου εξέθετε έργα του στις μεγαλύτερες γκαλερί και να φύγει για το Άγιον Όρος, όπου έμεινε δέκα χρόνια στη ρωσσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ως υποτακτικός του αγίου Σιλουανού και μετά, για άλλα δέκα χρόνια, στα Καρούλια ως σπηλαιώτης ερημίτης. Σ' αυτό, λοιπόν, το βιβλίο, περιγράφει πώς μέσα από την μετάνοια μπόρεσε ο ίδιος -άρα μπορεί και ο κάθε άνθρωπος-να φτάσει στη γνώση του Θεού.
Μου είναι δύσκολο να επαινώ τον ιδρυτή της Μονής, στην οποία ανήκω, διότι, άλλωστε, αυτό δεν σημαίνει και τίποτε" ποιος είμαι εγώ, για να μιλήσω για εκείνον;
Ο πατήρ Σωφρόνιος θεωρείται από το Άγιον Όρος, που είναι το ιδεωδέστερο κριτήριο, ως, αν όχι ο μεγαλύτερος Γέροντας, που ζει σήμερα στην Ορθοδοξία, πάντως ένας από τους τρεις μεγαλύτερους εν ζωή.
Πού βρίσκεται η αξία αυτών των ανθρώπων; Είναι οι άνθρωποι εκείνοι, οι οποίοι αποδεικνύουν, ότι ο Χριστιανισμός είναι αληθινός και ότι μπορεί να βιωθεί. Είναι ανάγκη να το δούμε αυτό, όσοι πιστεύουμε, διότι συνήθως βλέπουμε ότι δυσκολεύονται οι γύρω μας κι εμείς οι ίδιοι, να βιώσουμε το Χριστιανισμό. Και σε στιγμές αγωνίας ή μεγάλου αγώνα διερωτάται ο άνθρωπος; «Είναι δυνατό να εφαρμοστούν τα λόγια του Χριστού;»
Αυτοί λοπόν, οι άνθρωποι, όπως ο πατήρ Σωφρόνιος, ο πατήρ Πορφύριος και οι άλλοι που ανέφερα, μας αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι βιώσιμο το Ευαγγέλιο και ότι, αφού εκείνοι το πέτυχαν αυτό, όλοι μπορούμε να το επιτύχουμε, όλοι είμαστε ικανοί να το επιτύχουμε.
Τί ζητεί ο άνθρωπος από την Εκκλησία; Εγώ εργάστηκα για χρόνια, και στην Κύπρο και αλλού, μέσα στην Εκκλησία. Ο άνθρωπος
δεν ζητεί πλέον τόσο πολύ τη φιλανθρωπία ή τις άλλες μορφές βοήθειας που η Εκκλησία προσέφερε στους ανθρώπους στη διάρκεια του Μεσαίωνα ή της Τουρκοκρατίας.
Αυτό που αναζητεί ο σημερινός άνθρωπος είναι η πνευματικότητα" πώς να προσευχηθεί, πώς να επικοινωνήσει με το Θεό, απάντηση στο ερώτημα του αν υπάρχει Θεός, πώς υπάρχει, αν κανείς φαίνεται να έχει βιώσει τα λόγια Του, αν τον γνωρίζει προσωπικά, άμεσα. Γι' αυτό η μαρτυρία των μεγάλων αυτών Γερόντων είναι αναντικατάστατη, διότι ουδείς λόγος μπορεί ν' αντικαταστήσει μια ζωή.

1. Ο αρχιμανδρίτης Παύλος εξεδήμησε προς Κύριον στις 13.11.1992, σε ηλικία 45 ετών. Η συνομιλία αυτή ηχογραφήθηκε λίγο καιρό πριν από την κοίμηση του.
2. Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) γεννήθηκε, όπως διαβάζουμε στα βιογραφικά του, το 1896 στη Μόσχα. Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας κι επιδόθηκε στη ζωγραφική. Μετά από μικρή περίοδο σπουδών στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, αναχώρησε, το 1925, για το Άγιον Όρος κι εγκαταβίωσε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά με τον άγιο Σιλουα-νό, πλησίον του οποίου έμεινε μέχρι την τελευτή του. Ακολούθως, αφού έλαβε την ευλογία του Ηγουμένου και των Γερόντων της Μονής, αποσύρθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους, όπου διακονούσε ως πνευματικός των ιερών Μονών Αγίου Παύλου, Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Σίμωνος Πέτρας και Οσίου Ξενοφώντος, καθώς και πολλών άλλων κελλιών και ασκητών. Το 1948 εξέδωσε στη Γαλλία τα χειρόγραφα, τα οποία του είχε παραδώσει ο άγιος Σιλουανός, επισυνάπτοντας εκτενή ανάλυση της διδασκαλίας, καθώς και μερικά βιογραφικά στοιχεία του αγίου. Από το 1959 εγκαταβίωσε στην ιερά πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, της οποίας υπήρξε ιδρυτής, κτίτωρ και πνευματικός πατέρας. Εξεδήμησε προς Κύριον το 1993.
 

Συνομιλητής: Γιώργος Δημητρίου
Κ.Ι.: Η Ορθοδοξία γνώρισε στη διάρκεια των αιώνων πολύ σημαντικές μορφές, άγιες μορφές. Γέροντες, όπως και ομολογητές της πίστεως, οσίους, μάρτυρες και άλλες εκπληκτικά άγιες μορφές οι οποίες ανεβάζουν το Ορθόδοξο ήθος και το Ορθόδοξο πνεύμα στον ουρανό. Η μορφή του Γέροντος Σωφρονίου στάθηκε μοναδική, όπως και του Γέροντος Πορφυρίου. Έχουμε την αγαθή τύχη να έχουμε μαζί μας σήμερα, ένα συμπατριώτη μας, τον κύριο Γιώργο Δημητρίου, ο οποίος θα μας δώσει τη μαρτυρία του για το Γέροντα Σωφρόνιο (στάρετς), ο οποίος με τα βιβλία του και με τις εκλάμψεις του Αγίου Πνεύματος έχει δώσει την Ορθόδοξη κατάθεση του Θεού στο σημερινό κόσμο της Δύσεως. Τα βιβλία του έχουν βοηθήσει πολλούς Δυτικούς στο να έρθουν κοντά στην Ορθοδοξία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Γ.Δ.: Το Γέροντα Σωφρόνιο τον γνώρισα, γιατί ο πνευματικός μου πατέρας, ο πατήρ Χερουβείμ, ηγούμενος και ιδρυτής της Μονής του Παρακλήτου στον Ωρωπό της Αττικής, ήτανε παλιός του φίλος. Ζούσανε μαζί όταν ο πατήρ Σωφρόνιος απεσύρθη από τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα και ζούσε στην έρημο, όπου διακονούσε ως πνευματικός των ασκητών της ερήμου. Επειδή ταξίδευα τακτικά στο Λονδίνο, ο μακαριστός Γέρων Χερουβείμ μου είπε: «Κύριε Δημητρίου, δεν πας να πάρεις και την ευχή του πατρός Σωφρονίου και να τον γνωρίσεις;». Τότε είχα διαβάσει το βιβλίο του Ο Γέρων Σιλουανός, που είχε μεταφραστεί στα Ελληνικά. Πήγα στο Έσσεξ, αφού είχα τηλεφωνηθεί μαζί του και με δέχθηκε σε ένα πολύ σεμνό και απλό γραφείο. Ο τοίχος του γραφείου αυτού ήταν ζωγραφισμένος από τον πατέρα Σωφρόνιο, ο οποίος ήταν και άριστος ζωγράφος.
Κ.Ι.: Βέβαια. Ξεκίνησε ως ζωγράφος στη Γαλλία.
Γ.Δ.: Κάθησα κοντά του για μία ώρα. Κι επειδή πήγαινα σταλμένος από πνευματικό του αδελφό ξανοίχτηκα μαζί του. Μου μίλησε αρκετά και οικοδομήθηκα πάρα πολύ. Είχα την τύχη να τον ξαναδώ πριν μερικά χρόνια. Πήγα πάλι με ένα φίλο μου, ο οποίος ήτανε κι αυτός από τα πνευματικά τέκνα του πατρός Πορφυρίου. Πήγαμε στο Έσσεξ. Τότε θυμήθηκα μια ιστορία που μου έλεγε ο πατήρ Χερουβείμ γι' αυτόν τον άγιο άνθρωπο, ο οποίος φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Τα έργα του, όποιος τα διαβάσει καταλαβαίνει ότι είναι γεμάτα αποκάλυψη.
Κ.Ι.: Φως. Διανοίγουν το νου.
Γ.Δ.: Αισθάνεται ο άνθρωπος που τα διαβάζει ότι δεν προέρχονται τα γραφόμενα από άνθρωπο.
Κ.Ι.: Θυμίζουν εκείνο που έγινε στην Καινή Διαθήκη με το Χριστό και τους μαθητές Του. «Διήνοιξε αυτών τόν νουν τοϋ συνιέναι τάς Γραφάς». Όταν διαβάζω τα βιβλία του Γέροντος Σωφρονίου μου συμβαίνει αυτό το πράγμα. Φωτίζει τη Γραφή με τέτοιο τρόπο που λες, εδώ ομιλεί το Άγιο Πνεύμα.
Γ.Δ.: Αισθάνεσαι ότι είναι κάτι διαφορετικό από το κοινό γράψιμο.
Κ.Ι.: Οπωσδήποτε.
Γ.Δ.: Εκεί, λοιπόν, θυμήθηκα τι μου έλεγε ο μακαριστός Χερουβείμ. Κάτι που ήξερε και δεν ήθελε ν' αποκαλυφθεί προτού πεθάνει ο ίδιος ο Χερουβείμ.
Κ.Ι.: Δηλαδή;
Γ.Δ.: Αυτό που μου είχε αποκαλύψει ο πατήρ Χερουβείμ ήταν ότι ο πατήρ Σωφρόνιος προσευχόταν με το «Πάτερ ημών». Στεκόταν κι έβλεπε την ανατολή, ξεκινώντας από το βράδυ και σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό. Έλεγε τόσο αργά την κάθε λέξη, ώστε να συνειδητοποιεί την κάθε σχέση του με τον Πατέρα. Συνέχιζε την προσευχή μέχρι να τελειώσει το «Πάτερ ημών» την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος το πρωί. Από το βράδυ μέχρι το πρωί. Έμενε σε μία στάση προσευχής ακίνητος μέχρι πρωίας.
Κ.Ι.: Με τα χέρια υψωμένα;
Γ.Δ.: Με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Τα κατέβαζε το πρωί.
Κ.Ι.: Μοναδικό.
Γ.Δ.: Ήταν πολύ συγκινητικό. Μου είπε και μία ιστορία του, την οποία ιστορία είπα στο Γέροντα, στη δεύτερη μου επίσκεψη, όταν του πήρα και τα χαιρετίσματα από το Γέροντα Πορφύριο. Του είπα: «Γέροντα, άκουσα μια ιστορία για σας. Ότι χαρίσατε όλα τα υπάρχοντα σας και το μόνο που σας έμεινε να χαρίσετε ήταν μία τρύπια φανέλα. Όταν τη χαρίσατε κι αυτήν τη φανέλα, τη χαρίσατε σε έναν οδοιπόρο, ένα ζητιάνο οδοιπόρο του Αγίου Όρους». «Ναι, ρε αδελφέ, σωστά σου τα είπε ο μακαριστός Γέροντας. Κάτι δεν σου είπε». Και μου λέει: «Και αυτός το πρωί την πέταξε και την ξαναβρήκα, γιατί, ντρεπόταν να φορέσει τη φανέλα αυτή». Ήταν τόση η απλότητα του Γέροντα και η σοφία του. Γνώριζα ότι ευρισκόταν σε πνευματική επαφή με τον πατέρα Πορφύριο. Συναντιότουσαν πνευματικά στην προσευχή, χωρίς να επισκεφθεί ο ένας τον άλλο. Πάντοτε ένωναν τις δυνάμεις τους για να βοηθήσουν τον άνθρωπο.
Κ.Ι.: Πώς το ξέρουμε ότι συμπροσεύχονταν και συναντιόντουσαν στις προσευχές τους; Αυτό είναι ορθολογιστικό που σας ρωτώ κ. Δημητρίου. Είναι ο ρόλος μου.
Γ.Δ.: Σωστό. Είχαν αλληλοπροσκληθεί για να επισκεφθεί ο ένας τον άλλο. Φαίνεται, ότι είχαν πολλά πράγματα να πούνε μεταξύ τους. Αλλά, στον πνευματικό χώρο όπου οι άγιοι άνθρωποι δεν περιορίζονται ούτε από τον τόπο, ούτε από το χρόνο και λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, οι άνθρωποι αυτοί διά Πνεύματος Αγίου είχαν επαφή στην προσευχή τους. Γνωρίζανε, και γινόντουσαν ο ένας κοινωνός των προβλημάτων του άλλου κι αυτό χωρίς να μεσολαβήσει τρίτο πρόσωπο ή άλλος τρόπος επικοινωνίας.
Κ.Ι.: Προσωπικά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω για μία φορά τον πατέρα Σωφρόνιο. Διαρκώς ήθελε τη συζήτηση να βρίσκεται στα υψηλά, στη θεολογία του προσώπου. Δεν θα ξεχάσω κάτι που μας είπε για τον άγιο Σιλουανό. Δεν προσευχόταν μόνο για τους ζώντες αλλά και για τους κεκοιμημένους, για το σύνολο του ανθρωπίνου γένους. Ήθελε να σωθεί ο Αδάμ παγγενής. Η αίσθηση που μου άφησε ο πατήρ Σωφρόνιος είναι εκείνο που λέει ο Χριστός για τα παιδιά: «αυτών γάρ εστί ή βασιλεία των ουρανών». Μολονότι βρισκόταν στα 96 του χρόνια ένιωθες ότι είχες να κάνεις με ένα νήπιο του Θεού, με ένα παιδί. Στις 1-2 ώρες που μείναμε μαζί, κρατούσα τα χέρια του, όπως κρατάς τα χέρια ενός μικρού παιδιού. Είχα την ανάγκη να τον αγκαλιάσω και να τον ασπασθώ όπως αγκαλιάζει κανείς το μωρό του ή το εγγονάκι του. Είχα την αίσθηση ότι πρόκειται περί παιδιού της Βασιλείας.
 
 
Συνομιλητής: Γεώργιος Γαλίτης,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κ.Ι.: Θεωρώ ως μια από τις σημαντικότερες, από πνευματικής σκοπιάς, ημέρες της ζωής μου την ημέρα, που συνάντησα στο Έσσεξ της Αγγλίας το μεγάλο Γέροντα του αιώνα μας αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο.
Γ.Γ.: Ο Γέρων Σωφρόνιος ήταν πολύ ακμαίος ψυχικά. Κι όποιος βρέθηκε μαζί του, είχε την ίδια αίσθηση για την αγιότητα του, που είχε και για το Γέροντα Πορφύριο.
Εδώ δεν έχουμε την περίπτωση του απλοϊκού αγίου, αλλά του λογίου αγίου. Ο άγιος Σπυρίδων ήταν ο απλοϊκός άγιος, ενώ ο Μέγας Βασίλειος ήταν ο λόγιος άγιος. Μέσα στην Εκκλησία έχουμε την ποικιλία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, όπως έχουμε την ποικιλία των δοχείων του Αγίου Πνεύματος.
Ο Γέρων Σωφρόνιος ήταν βαθύς θεολόγος και συγγραφέας. Κι είχα τη μεγάλη ευλογία να τον γνωρίσω για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Τα συγγράμματα του είναι βαθύτατα και πολύ σημαντικά, τόσο από θεολογικής, επιστημονικής, ας το πω έτσι πλευράς, όσο και κυρίως, από πλευράς εμπειριών και εκφράσεως του φρονήματος της Εκκλησίας.
Ο Γέρων Σωφρόνιος ήταν από τους ανθρώπους, που έχουν εμπειρίες και πάσχουν τα θεία. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως δεν γράφουν τις εμπειρίες τους τις πνευματικές, τις εμπειρίες της θεώσεως. Ο πρώτος, που τόλμησε να γράψει αυτές τις εμπειρίες του καθαρά, ήταν ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος1. Πολύ σπάνια, όμως, έχουμε ανθρώπους, που να γράφουν αμέσως τις εμπειρίες τους. Μπορεί να τις περιγράφουν, ότι δήθεν ανήκουν σε κάποιο άλλο άνθρωπο, αλλά και πάλι με πολλή-φειδώ.
Στο τελευταίο του βιβλίο, το τιτλοφορούμενο Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί και που είναι το κύκνειο του άσμα, μεταξύ των άλλων πνευματικών δωρεών, που δίνει ο Γέρων Σωφρόνιος στους Ορθοδόξους, γράφει και τέτοιες εμπειρίες του.
Κ.Ι.: Είναι, όντως, πολύ εξομολογητικός στο βιβλίο του αυτό.
Γ.Γ.: Το βιβλίο αυτό είναι ένας καθρέφτης της ψυχής του.
Θυμάμαι κάποτε, κάνοντας περιπάτους στο μοναστήρι του στο Έσσεξ -μέχρι πριν από μερικά χρόνια ο Γέρων Σωφρόνιος, παρά τις πολλές δεκαετίες των ετών που είχε στην πλάτη του, μπορούσε και περπατούσε άνετα- του είπα:
-Γέροντα, εσείς έχετε κάνει τόσα χρόνια αναχωρητής και άλλα τόσα χρόνια πνευματικός των ασκητών του Αγίου Όρους. Έχετε γράψει για το άκτιστο φως, για τις πνευματικές αυτές εμπειρίες. Έχετε συναντήσει ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γνωρίσει, έχουν δει αυτό το άκτιστο φως;
Η απάντηση του ήταν:
-Επτά ανθρώπους.
Τον ρώτησα στη συνέχεια, αν οι άνθρωποι εκείνοι γνώριζαν τι είναι το άκτιστο φως. Μου απάντησε ότι μόνο δύο γνώριζαν. Και μου εξήγησε:
-Υπήρχαν πολλοί, που γνώριζαν τι είναι το άκτιστο φως, τι είναι αυτές οι εμπειρίες της θέωσης κι έρχονταν και μου έλεγαν: «Είχα αυτή κι αυτή την αίσθηση, είχα αυτή την εμπειρία. Μήπως είναι το άκτιστο φως;» «Όχι», τους έλεγα. Άλλοι, όμως, απλοϊκοί άνθρωποι έρχονταν και μου έλεγαν: «Μου συνέβη αυτή η συγκλονιστική εμπειρία. Τι πράγμα ήταν αυτό;» Τους εξηγούσα τότε τι ήταν.
Μπορούμε, επομένως, να καταλάβουμε ότι, για να μπορέσει ο θείος αυτός άνθρωπος να τα ξεχωρίσει, θα πρέπει να ήταν ο ένας από τους δύο ανθρώπους, που μου είπε πως γνώριζαν ότι επρόκειτο περί του ακτίστου φωτός. Πρέπει ο ίδιος να τα είχε βιώσει, για να μπορούσε να κρίνει.
Ο Γέρων Σωφρόνιος, υπήρξε πράγματι, ο θεολόγος της εποχής μας. Δεν έχουν πολλοί άγιοι τον τίτλο του θεολόγου. Είναι ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Δεν είναι απαραίτητο, φυσικά, να είναι κάποιος Θεολόγος -με την έννοια που το λέμε εδώ, είναι θεολόγοι, διότι, όπως λέγει ο όσιος Νείλος, «εί αληθώς προσεύχει, θεολόγος ει καί ει θεολόγος ει, προσεύχει αληθώς». Διότι οι άνθρωποι αυτοί με τη νοερά προσευχή, με την αδιάλειπτη προσευχή, είναι, κατά συνέπεια, οι άνθρωποι της θεολογίας, αλλά και της θεογνωσίας.
Κ.Ι.: Αυτός άλλωστε δεν είναι ο στόχος κάθε ανθρώπου; Να γνωρίσει τα μυστήρια της θεότητος;
Γ.Γ.: Να μας αποκαλύψει ο Θεός τα μυστήρια. Διότι μόνοι μας, χωρίς τη χάρη του Θεού, δεν κάνουμε τίποτε. Ο Απόστολος Παύλος λέει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «...διώκω δέ ει καί καταλάβω, έφ ώ καί κατελήφθην ύπό του Χριστού Ίησοΰ».
Είχα ένα φοιτητή κάποτε, ο οποίος στο σημείο εκείνο, που έγραφε «θρήσκευμα» έγραφε άθεος. Το κουβέντιασα μαζί του και μου είπε: «Γράφτηκα στη θεολογική σχολή, για να βρω το Θεό. Αφού, όμως, δεν τον έχω βρει ακόμη, δηλώνω άθεος». Του είπα τότε: «Το ότι κυνηγάς να βρεις το Θεό, σημαίνει ότι ο Θεός σε κυνηγά». «Τό έλεος σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τάς ημέρας της ζωής μου». Νομίζουμε ότι κυνηγούμε το Θεό, ενώ είναι ο Θεός που μας κυνηγά. Και πρέπει ν' αφήνουμε τον εαυτό μας να συλληφθεί από το Θεό.
Κ.Ι.: Είναι ωραίες αυτές οι παρενθέσεις, κύριε Γαλίτη, διότι μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα αυτά, για τα οποία μιλούμε.
Επανερχόμενος στο Γέροντα Σωφρόνιο θα έλεγα αυτό, που πολλές φορές έχω πει, διότι το θεωρώ ως μία από τις σημαντικότερες και συγκινητικότερες εμπειρίες μου. Στη διάρκεια της μιάμιση περίπου ώρας, που πέρασα με το Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ το 1991, κρατούσαμε συνεχώς ο ένας τα χέρια του άλλου κι είχα την επιθυμία να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, όπως ακριβώς αγκαλιάζουμε και φιλούμε ένα μικρό παιδάκι.
Γ.Γ.: Αυτό, ακριβώς, που είπατε για τα χέρια, και μ' εμένα πολλές φορές έχει συμβεί.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι οι σύγχρονοι άγιοι, όπως και οι άγιοι διαχρονικώς, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ένας άνθρωπος, που δεν έχει την εμπειρία των αγίων, μπορεί να τους φαντάζεται κατσούφηδες, καταθλιπτικούς, απόμακρους. Όχι, δεν είναι τίποτε απ' όλα αυτά. Οι άγιοι είναι κεχαριτωμενοι και η αναστροφή μαζί τους σου δίνει την αίσθηση της ηρεμίας, της χαράς, της πληρότητας.
Θυμάστε, μετά την πορεία τους προς Εμμαούς ύστερα από την Ανάσταση οι μαθητές του Χριστού, όταν Εκείνος έγινε άφαντος και κουβέντιαζαν, έλεγαν ότι «ή καρδία ημών καιομένη ην εν ήμϊν». Αυτή είναι η αίσθηση της παρουσίας του Χριστού. Και μέσα απ' αυτούς τους αγίους Γέροντες αισθανόμαστε την παρουσία του Χριστού.
Κ.Ι.: Μια άλλη εμπειρία μου από εκείνη τη συνάντηση με το Γέροντα Σωφρόνιο είναι ότι, στη μιάμιση ώρα που μείναμε μαζί, επέμενε να κρατά τη συνομιλία μας στο υποστασιακό επίπεδο, δηλαδή εκείνο της θεολογίας του προσώπου. Κι ενώ ήσαν παρόντα άλλα τέσσερα πρόσωπα, με τα οποία πήγαμε εκεί και που δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το θέμα της συζήτησης και υπέβαλλαν ερωτήματα για απλούστερα θέματα, ο Γέρων Σωφρόνιος δεν δεχόταν να κατεβάσει το επίπεδο της συζήτησης.
Γ.Γ.: Πραγματικά, αυτό διέκρινε το Γέροντα Σωφρόνιο και θα σας πω και γι' αυτό το θέμα κάποιες προσωπικές εμπειρίες μου.
Πολλές φορές πήγα στο μοναστήρι του Γέροντα, ευρισκόμενος
στην Αγγλία υπό την ιδιότητα μου ως μέλους της επιτροπής διαλόγου με τους Αγγλικανούς. Οι συνεδρίες αυτής της επιτροπής γίνονταν τον ένα χρόνο σε Ορθόδοξη χώρα και τον άλλο στην Αγγλία. Έτσι, τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια, είχα την ευκαιρία να επισκέπτομαι το Γέροντα Σωφρόνιο, και πριν από την σύναξη με τους Αγγλικανούς και μετά.
Πάντοτε, λοιπόν, ήθελε να του λέω λεπτομέρειες για τα θεολογικά θέματα, τα οποία συνεζητούντο. Καλούσε μάλιστα όλους τους μοναχούς εκεί, για ν' ακούσουν και να μετάσχουν στη συζήτηση. Και έχει μείνει πολύ έντονη μέσα μου η ανάμνηση από το ύψος εκείνων των συζητήσεων, πόσο ψηλά ανέβαζε τη συζήτηση ο Γέροντας. Και με πόση χαρά κουβέντιαζε τα θεολογικά αυτά θέματα, τα οποία στην ουσία είναι τα μεγαλεία της βασιλείας του Θεού, διότι αυτή είναι η πραγματική θεολογία.
Κ.Ι.: Κύριε Γαλίτη, μιλούσατε μαζί του για τον άγιο Σιλουανό;
Γ.Γ.: Βεβαίως. Ο άγιος Σιλουανός ήταν πάντοτε το υπόδειγμα και το πρότυπο του και ο προστάτης άγιος του. Τα πάντα ήταν σ' αναφορά μ' αυτόν. Καταλάβαινες ότι, όπως εμείς δεν έχουμε ύπαρξη χωρίς το φυσικό, το βιολογικό πατέρα μας, στον οποίο οφείλουμε -όπως και στη μητέρα μας- τη φυσική ύπαρξη μας, έτσι κι ο Γέρων Σωφρόνιος ένιωθε ότι όφειλε την πνευματική του ύπαρξη στον άγιο Σιλουανό.
Κ.Ι.: Όπως γράφει στο βιβλίο του Ο Γέροντας Σιλουανός του Ά-θω, «κατά τα τελευταία έτη της ζωής του Γέροντα», δηλαδή του αγίου Σιλουανού, «από το 1931 μέχρι την τελευταία του ημέρα, 11/24 Σε-πτεμβρίου 1938, συνέβη να ήμαστε στο διάστημα αυτό ο πιο κοντινός του άνθρωπος».
Γ.Γ.: Πριν ακόμη ανακηρυχθεί άγιος το 1989 ο Αγιος Σιλουανός2, ο Γέρων Σωφρόνιος τον αποκαλούσε άγιο. Στο ναό, που έκτισε και στον οποίο ζωγράφισε τον Άγιο Σιλουανό, τον ζωγράφισε με φωτοστέ-φανα. Όταν το είδα, του είπα: «Βάλατε φωτοστέφανο στο Γέροντα Σι-λουανό;». Χαμογέλασε και δεν είπε τίποτε. Προείδε και την επίσημη ανακήρυξη του Γέροντα Σιλουανού σε άγιο.
Κ.Ι.: Μας έλεγε ο Γέρων Σωφρόνιος ότι ο άγιος Σιλουανός προσευχόταν «διά παγγενή τόν 'Αδάμ»" αυτή τη φράση χρησιμοποίησε3. Και μας εξήγησε ότι προσευχόταν για όλους τους κεκοιμημένους -για όλους, δηλαδή, τους ανθρώπους, που έζησαν πάνω στη γη από καταβολής κόσμου- για όλους τους ζώντες και για όλους όσους θα γεννηθούν έως της συντέλειας του αιώνος. Πώς αποκτάται, κύριε Γαλίτη, αυτή η συνείδηση της ενότητας των πάντων και πώς τη βιώνουν αυτοί ο άγιοι άνθρωποι μέσα στην προσευχή τους;
Γ.Γ.: Αυτό είναι χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας. Στην Ορθοδοξία αγιάζονται τα σύμπαντα. Η ενότης της Κτίσεως είναι βασικό χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας. Συνεπώς δεν χρειάζεται ένας τίποτε άλλο από το να βιώνει την Ορθοδοξία, για να έχει αυτή την αίσθηση. Βέβαια, απ' εκεί και πέρα υπάρχουν οι βαθμοί αυτής της βιώσεως. Ο Γέρων Ιουστίνος Πόποβιτς ζητούσε απ' όλη την Κτίση να τον ελεήσει. Κι ο απόστολος Παύλος τι μας λέει στην προς Ρωμαίους επιστολή του; «Ή γάρ άποκαραδοκία της Κτίσεως τήν άποκάλυψιν των υιών τοΰ Θεοϋ άπεκδέχεται». Δηλαδή, όλη η Κτίση, και η άψυχη ακόμη, περιμένει με πόθο την ένδοξη φανέρωση, τη σωτηρία, των παιδιών του Θεού. Όπως ο Αδάμ, με την πτώση του, συμπαρέσυρε όλη την Κτίση, η οποία συστενάζει και συνοδύνει μαζί με τον άνθρωπο, τώρα η Κτίση περιμένει την ελευθερία των τέκνων του Θεού στη μέλλουσα ζωή, όπου τα πάντα θα είναι «καλά λίαν», όπως βγήκαν από το χέρι του Θεού.
Κ.Ι.: Πώς θα θέλατε να κλείσετε αυτή τη συνομιλία μας, κύριε Γαλίτη;
Γ.Γ.: Θα ήθελα να πω ότι πρέπει να έχουμε ζωντανή την παρουσία των αγίων, να τους θυμόμαστε και πάντα να τους έχουμε μπροστά μας, ως υπόδειγμα, ως μπροστάρηδες στην πορεία μας προς την άνω Ιερουσαλήμ. Μπροστά η Παναγία κι όλοι οι άγιοι κι εμείς ν' ακολουθούμε το «περικείμενον ήμΐν νέφος μαρτύρων», όπως γράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, βαδίζοντας το δρόμο, που εκείνοι μας δείχνουν και παρακαλώντας τους να πρεσβεύουν για τις ανάγκες μας.
1. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος έζησε από το 949/950 μέχρι το 1022 μ.Χ. Αν και δεν είχε τις θύραθεν γνώσεις, με τη δύναμη της θείας χάριτος θεολόγησε κατά τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο, ερμηνεύοντας εν πνευματι και αλήθεια το θείο λόγο.
2. Η μνήμη του αγίου Σιλουανού (1866-1938) επιτελείται στις 24 Σεπτεμβρίου.
3. Ο Γέρων Σωφρόνιος ομιλούσε και την ελληνική γλώσσα.
 
 
Συνομιλητής: Στυλιανός Παπαδόπουλος,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Μια σύντομη, αλλά περιεκτική και σημαντική μαρτυρία για το Γέροντα Σωφρόνιο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου στο Έσ-σεξ της Αγγλίας έχουμε από τον Καθηγητή κ. Στυλιανό Παπαδόπουλο.
Στ.Π.: Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης και ο Γέρων Πορφύριος, για τους οποίους μιλήσαμε προηγουμένως, δεν υπήρξαν θεολόγοι, με τη στενή έννοια της λέξης και δεν δοκίμασαν να εμφανιστούν στη ζωή τους ως θεολόγοι. Δεν μίλησαν δηλαδή για προβλήματα και για θέματα με σκοπό η λύση αυτή να μείνει στη ζωή της Εκκλησίας ως πρωτότυπη, ως παραδειγματική. Είπαν κι οι δύο πολλά και σπουδαία πράγματα. Αλλά είχαν πάντοτε την εντύπωση πως απλώς έλεγαν ό,τι βίωναν στη ζωή, στην παράδοση της Εκκλησίας.
Είναι, όμως, κάποιοι άλλοι Γέροντες, οι οποίοι έχουν την αίσθηση ότι πρέπει να γράψουν πια το κείμενο τους' οι απαντήσεις που δίνουν στα προβλήματα, να μείνουν παραδειγματικές. Σ' αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε ν' αναζητήσουμε συνείδηση στον ίδιο το Γέροντα ότι εργάστηκε, αναλογίστηκε, μελέτησε, προσευχήθηκε στο Θεό κι έγραψε την απάντηση στο άλφα ή το βήτα πρόβλημα.
Κ.Ι.: Έτσι και ο Γέρων Σωφρόνιος του 'Εσσεξ θεολογεί μέσα από την εμπειρία του ακτίστου φωτός. Είναι ο λόγιος Γέρων.
Στ.Π.: Ακριβώς έτσι.
Όσο τον γνώρισα -και πιστεύω ότι είναι ασφαλώς έτσι- μπορώ να πω ότι ήταν ένας όσιος άνδρας, ο οποίος είχε και το χάρισμα του θεολογείν. Τι εν συνεχεία θα δείξει ο Θεός, είναι ένα θέμα, στο οποίο εμείς δεν πρέπει να υπεισέλθουμε.
Ο Γέρων Σωφρόνιος ήταν μία χαριτωμένη φυσιογνωμία, ένα πρόσωπο ιερό, χαρισματούχο, γεγονός το οποίο φαίνεται στην ίδια τη φυσιογνωμία του, στον τρόπο με τον οποίο καθοδηγούσε, κατηύθυνε και προσευχόταν.
Κ.Ι.: Έχω την εντύπωση ότι το τελευταίο του βιβλίο, το τιτλοφορούμενο Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί είναι από τα συγκλονιστικότερα κείμενα του αιώνα μας.
Στ.Π.: Δεν μπορώ εύκολα να κρίνω κείμενα, τα οποία έχουν προέλθει με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Φρονώ, λοιπόν, ταπεινότατα ότι το έργο αυτό δεν εξήλθεν άνευ Πνεύματος Αγίου.
Κ.Ι.: Αυτό τα λέει όλα, κύριε Παπαδόπουλε.
Δίνουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί. Ομιλεί περί του ακτίστου φωτός.
«Διάφοροι περιστάσεις ήνάγκασαν έμέ νά αναχωρήσω εκ τοΰ Αγίου Όρους. Έν Ευρώπη έστερήθην βαθμηδόν πολλών έξ εκείνων, διά των οποίων ήτο πεπληρωμένη ή ζωή μου έν τω 'Άθω. Ή διακονία των ανθρώπων, ώς δεικνύει ή πείρα, συνδέεται μετά της άναγκαιότητος νά είσέρχηται τις είς τάς θλίψεις, τά παθήματα, τόν αγώνα κατά των παθών, καί λίαν συχνάκις είς τάς στοιχειώδεις αυτών άνάγκας. Δυστυχώς, τοΰτο δέν βοηθεΐ νά παραμένη τις έν τη θεωρία καί τη ησυχαστική προσευχή. Ή ροή τών γεγονότων δεικνύει μετά πειστικότητος δτι ή επιστροφή μου είς τόν κόσμον ήτο θέλημα "Ανωθεν. 'Αλλά καί έν τη περιπτώσει ταύτη δέν παύω νά θλίβωμαι διά τήν άπώλειαν εκείνων τών δωρεών, τάς οποίας έξέχεεν έπ' έμέ ό Κύριος πέραν τών προσδοκιών μου.
Ή ενέργεια τοΰ Φωτός, περί τοΰ οποίου γράφω, επί τοΰ πνεύματος τοΰ ανθρώπου μαρτυρεί περί της Θεότητος Αύτοΰ: Είναι ακτιστον, άνονόμαστον, άκράτητον' είναι μυστηριώδες, άϋλον, άπαραβίαστον. Απορώ. Πώς νά σκεφθώ ή νά ομιλήσω περί αύτοΰ;
Τό Φως τοΰτο είναι ώς προς τήν φύσιν αύτοΰ ύπερκόσμιον. Ή κάθοδος αύτοΰ έφ' ημάς δέν είναι άλλο τι, εϊ μη ή φανέρωσις τοΰ Θεοΰ είς τόν ανθρωπον: άποκάλυψις ουρανίων μυστηρίων. Κατά τήν Μεταμόρφωσιν επί τοΰ Θαβώρ διά της δωρεάς τοΰ Φωτός τούτου έδραιώθη ή Θεογνωσία. 'Από της στιγμής της έλλάμψεως τών Αποστόλων ύπό τοΰ Φωτός τούτου επί τοΰ Θαβώρ, τό Φώς είσήλθεν είς τήν ίστορίαν τοΰ κόσμου καί έγένετο «αναφαίρετος κληρονομιά» διά τάς έπερχομένας γενεάς τών πιστευόντων είς τόν Χριστόν-Θεόν. Άνευ τοΰ Φωτός τούτου ή γη θά παρέμενε έξω της άληθοΰς Θεογνωσίας. Βάσει της προσωπικής μου πείρας, επέτρεψα είς εαυτόν νά όνομάση τό Φώς τοΰτο Φώς αναστάσεως. Διά της έλεύσεως τοΰ Φωτός τούτου τό πνεϋμα τοΰ άνθρωπου εισάγεται είς τήν σφαίραν όπου δέν υπάρχει θάνατος. Άνευ της έλλάμψεως τοΰ Φωτός τούτου δέν κατανοείται ορθώς τό μυστήριον τών οδών της σωτηρίας" ό κόσμος, οί άνθρωποι, θά παρέμενον έν τω σκότει της αγνοίας. Ή αφηρημένη θεολογική μόρφωσις, ετι καί ή πλέον έκλελεπτυσμένη, δέν σώζει, διότι παρέχει διανοητικήν μόνον γνώσιν καί δέν ανάγει όντως είς τόν χώρον τοΰ Θείου Είναι.
Ενίοτε, δυνάμεθα νά παρομοιάσωμεν τό Φως τοΰτο προς νεφέλην καλύπτουσαν τήν κορυφήν όρους, επί τοΰ οποίου ιστάμεθα: Ή νεφέλη καθ' έαυτήν είναι έμπλεος Φωτός, άλλ' ημείς ουδέν βλέπομεν, ει μή μόνον αυτήν. "Απας ό λοιπός κόσμος δεν όραται. Κατά τόν αυτόν τρόπον τό Θείον Φώς, άποκαλύπτον ήμϊν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών τήν θέαν τοϋ ύλικοΰ κόσμου. Τό Φώς τοΰτο είναι όμοιόφορφον, άκέραιον, πλήρες βαθείας ειρήνης. Έν αύτω ή ψυχή θεωρεί τήν Άγάπην καί τήν Αγαθότητα τοϋ Θεοϋ. Όταν τοΰτο έκχέηται άφθόνως επί τόν άνθρωπον, παύει ούτος νά αντιλαμβάνεται τήν ύλικότητα τοΰ περιβάλλοντος αυτόν χώρου, ετι δέ καί τήν τοΰ σώματος αύτοϋ. Έπΐ πλέον βλέπει εαυτόν ώς φώς. Τό Φώς τοΰτο έρχεται ίλαρώς, τρυφερώς, ούτως ώστε νά μήν παρατηρώμεν πώς τοϋ-τό περιέβαλεν ήμας. Ούχΐ αίφνης, άλλ' ήρέμα' ό κόσμος συνήθως «λησμονείται». Τό φαινόμενον τοΰτο ομοιάζει προς ήρεμον έπέλευσιν ύπνου είς φυσιολογικώς υγιά ανθρωπον' όμως, βεβαίως, δέν πρόκειται περί ύπνου, αλλά περί πληρώματος ζωής.
Μετά τήν άποχώρησιν τοΰ Φωτός, ήτις συντελείται τοσοΰτον ήσύχως, ώς καί ή έλευσις αύτοΰ, ή ψυχή επανέρχεται βραδέως είς τήν συνήθη αϊσθησιν της υλικής πραγματικότητος. Εντός της άπαλυνθείσης καρδίας βασιλεύει βαθεία ειρήνη. Τό πνεΰμα τοΰ ανθρώπου διαμένει συγχρόνως καί έν τη υψίστη Θεία ατμόσφαιρα καί έν τή γηΐνη. Ή πρώτη έν τούτοις υποχωρεί βαθμηδόν καί είς τήν ψυχήν εισέρχεται θλϊψις, αίσθημα λύπης τινός, διότι μειοΰται ή δύναμις της άφάτως αγαθής επαφής αυτής μετά τοΰ Πνεύματος τοΰ Θεοΰ, καθ' όν χρόνον αποκαθίσταται ή αϊσθησις της φυσικής πραγματικότητος. Τά ευώδη ϊχνη της οράσεως έξασθενοΰν, αλλά δέν απαλείφονται εντελώς. Παρά ταΰτα καί έξησθενημένη αύτη γεννά λεπτήν νοσταλγίαν διά τόν Θεόν, καί ή προσευχή ρέει είρηνικώς καί εξ όλης της υπάρξεως. Ή διαμονή μετά τοΰ Κυρίου φονεύει τά πάθη. Τότε δέν ελκύει ημάς ούτε ή δόξα, ούτε ό πλοΰτος, ούτε ή εξουσία, ούτε οτιδήποτε γήϊνον, άναποφεύκτως εμπαθές καί πάντοτε φέρον τήν σφραγίδα τοΰ τραγικοΰ καί τοϋ έφημέρου.
Επανειλημμένοι επισκέψεις της χάριτος είς τήν ψυχήν όδηγοΰν είς τήν παρατήρησιν ομοιότητας τίνος μεταξύ της καταστάσεως της θεωρίας καί τής έντυπώσεως, ήτις προκαλείται εκ τοϋ Ευαγγελικού λόγου. Τήν τελευταίαν ταύτην άποδεχόμεθα ωσαύτως ώς Φώς, ώς ζωοποιόν δύναμιν, ώς νέαν πράξιν δημιουργίας, ουχί πλέον υπό τήν μορφήν τής προσταγής «γενηθήτω», αλλά ώς κλήσιν προς τό λογικόν δημιούργημα. Ό Ουράνιος Πατήρ καλεί τά τέκνα Αύτοΰ άνευ βίας προς θαυμαστήν άναβάθμισιν προς τήν βασιλείαν τής Πατρικής αγάπης, ένθα ούτε θάνατος, ούτε αρχή, ούτε τέλος υπάρχει. Τό πνεΰμα ημών κατανοεΐ ότι αληθώς ό λόγος τοϋ Χριστού εκπορεύεται «από τοϋ Πατρός των φώτων», Όστις «βουληθείς άπεκύησεν ημάς λόγφ αληθείας» (Ίακ. α' 17-18). Ό λόγος τοϋ Χριστού περιέχει Θείαν ζωήν, καί όστις ανοίγει είς αυτόν έως τέλους τήν έαυτοϋ καρδίαν γίνεται θεοειδής.
Έν τη αρχή της μοναστηριακής μου ζωής εν "Αθω ό Κύριος έχαρίσατο είς έμέ τήν άδιάλειπτον προσευχήν, ήτις, διατηρούσα τήν εντασιν αυτής, μετέβαινε από καιροΰ είς καιρόν εκ τοΰ ενός θέματος είς τό άλλο. Θά διηγηθώ περί τίνος, όπερ ενθυμούμαι έναργώς, έφ' όσον γίνεται λόγος περί προσευχών, αϊτινες άφήκαν ανεξίτηλα ϊχνη επί τοϋ είναι μου.
Πολλάκις συνέβαινε τό άκόλουθον: Τό εσπέρας, μετά τήν δύσιν τοϋ ηλίου, έκλειον τελείως τό παράθυρον τοϋ κελλίου μου καί έκάλυπτον τοΰτο διά τριών παραπετασμάτων, ώστε νά δημιουργηθούν κατά τό δυνατόν καλύτεραι συνθήκαι ησυ

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Περί τῶν δύο εἰδῶν τῆς ἀποκαλύψεως

 
  Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου
Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας
  22. Περί των δύο ειδών της αποκαλύψεως
Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και τίποτε άλλο.
Όμως σ’ αυτή την εμπειρία της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος, με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς! Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του. Θα προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι.Έτσι όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.
Οπότε στην εμπειρία του φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό, αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία, ώστε όλοι να τα κατανοούν.
Στην θέωσι όμως όλα τα ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή45, θεολογεί βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους. Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.
Εδώ τώρα έχομε το βασικό κλειδί της Πατερικής παραδόσεως: Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές, τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.
Όλα αυτά μαζί είναι η υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως. Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί. Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας, στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.
Οπότε τώρα βάσει αυτής της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να θεολογή σωστά, οπότε και γίνεται θεολόγος της Εκκλησίας.
Άρα υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της θεώσεως. Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη.
Μέχρις ότου λοιπόν γίνη θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δη ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις. Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα συμπεράσματά του.

Ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων ἀπό τήν ἐνέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς

«θλίψεις καί ἀνάγκαι εὕροσάν με·
αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.
 δικαιοσύνη τά μαρτύριά σου εἰς τόν αἰῶνα·
συνέτισόν με, καί ζήσομαι».
Ψαλμ. 118 : 143 -144
Σέ μιάν ἀπόμερη καί ἄσημη μονή, πού βρισκόταν ἀνάμεσα σέ δάση καί βάλτους, ζοῦσε κάποιος μοναχός1. Μελετοῦσε τά Πατερικά συγγράμματα καί συνάμα, μέ φόβο καί ταπείνωση, ἀσκοῦσε τήν προσευχή ἔχοντας τόν νοῦ βυθισμένο στά βάθη τοῦ μυστικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.
Κάποτε προσευχόταν μέσα στήν ἐκκλησία. Ξαφνικά ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του κινήθηκαν προσευχητικά, παρασύροντας καί ὅλο τό σῶμα του σέ μιάν ἁγιασμένη πνευματική κατάσταση πού ξεπερνοῦσε κάθε ἔκσταση, μιά κατάσταση πού δέν ἐκφράζεται μέ λόγια ἀλλά μόνο βιώνεται.Μέσα σ᾿ αὐτή τήν πρωτόγνωρη ψυχοσωματική κατάσταση, ὁ νοῦς τοῦ μοναχοῦ φωτίστηκε μέ μιά μυστική γνώση καί κατανόησε τά παρακάτω λόγια τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, πού ὥς τότε τοῦ φαίνονταν αἰνιγματικά καί παράδοξα: «Προσευχήθηκα μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά”2 δηλαδή καί μέ τό σῶμα3 μου καί μέ τήν ψυχή μου καί μέ τό πνεῦμα μου»4.
«Ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου·
ἐπάκουσόν μου, Κύριε,
τά δικαιώματά σου ἐκζητήσω».
Ψαλμ. 118 : 145
Νά μιά ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, ἀπόδειξη πού τά σώματα τήν ἔχουν μέσα τους!
Ἄν ἕνα σῶμα εἶναι ἱκανό νά βιώσει πνευματικές καταστάσεις, ἄν αὐτό μπορεῖ μαζί μέ τήν ψυχή νά ἀπολαύσει τήν παρηγοριά τῆς χάριτος, ἄν αὐτό μπορεῖ στήν παρούσα ζωή νά μετάσχει στή χάρη, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά μήν ἀναστηθεῖ καί νά ζήσει αἰώνια, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς;
 «ἐκέκραξά σοι·
σῶσόν με, καί φυλάξω τά μαρτύριά σου».
Ψαλμ. 118 : 146
«Ἁλατισμένα» ἀπό τή χάρη εἶναι τά σώματα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, καί ἡ φθορά δέν μπορεῖ νά τ᾿ ἀγγίξει! Μέ τή νίκη τους ἐπί τῆς φθορᾶς προηγήθηκαν τῆς ἀναστάσεως τους. Μέ τήν ἰαματική τους δύναμη ἀποδεικνύουν ὅτι μέσα τους ὑπάρχει ἡ χάρη καί ἡ αἰώνια ζωή, πού δέν μπορεῖ παρά νά καταλήξει κάποτε σέ ἔνδοξη ἀνάσταση, ἀνάσταση προορισμένη καί χαρισμένη στήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν Λυτρωτή μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.
 «προέφθασαν ἐν ἀωρίᾳ καί ἐκέκραξα,
εἰς τούς λόγους σου ἐπήλπισα».
Ψαλμ. 118 : 147.
 Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
ἐπισκόπου Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας
Ἀπό τό βιβλίο: “ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος β΄
Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Σ.τ.Μ.: Πρροφανῶς πρόκειται γιά τόν ἴδιο τόν ἅγιο Ἰγνάτιο.
2Ψαλμ. 118 : 145.
3Ἄλλη γραφή : στόμα.
4Κλῖμαξ, ΚΗ΄, 59.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Γεώργιος Μεταλληνός - Πρωτοπρεσβύτερος Το Άγιον Όρος και η συνέχεια της παραδόσεως



Είναι γεγονός, ότι στη χριστιανική αρχαιότητα υπήρξαν διάφορα μεγάλα μοναστικά κέντρα, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μικρασία, την Μεγάλη Ελλάδα. Με τον καιρό όμως παρήκμασαν. Από τον 10ο αιώνα το Άγιον Όρος αναζωογόνησε το μοναχικό βίο των άλλων παρηκμασμένων κέντρων και απέβη αυτό μοναστικός χώρος πανορθόδοξος και επισημότατος, που εφείλκυε το θαυμασμό όχι μόνο των Ρωμηών, αλλά και «των γύρωθεν εθνών», όπως παρατηρεί ο Αλέξιος A’ ο Κομνηνός, τα οποία «εσεμνύνοντο διά το μοναδικόν εις τα όρη της οικουμένης άγιον Όρος». Δίκαια, έτσι, σημειώνει ο π. Γεώργιος Καψάνης:Είναι μεγάλη ευλογία, ότι εν μέσω της Εκκλησίας ο Παντελεήμων Κύριος εφύτευσε τον παράδεισο του περιβολιού της Παναγίας, το άγιον Όρος, για να ζωογονεί όλη την Εκκλησία με τη μυστική ακτινοβολία της Χάριτος του Θεού, που σκηνώνει στους παλαιούς και νέους αγίους του, στα ιερά θεομητοροβάδιστα σκηνώματά του, στην αδιάκοπο και ζώσα μέχρι σήμερα αγιοπατερική παράδοσή του».
Ι. Μ. Β. 149Έτσι συνδέθηκε στενότατα το Άγιον Όρος με τη ζωή και τους πνευματικούς αγώνες της Ελληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) και συνέχισε την πνευματική ακμή της. Γιατί ιδανικό της Ρωμηοσύνης δεν είναι η κατά κόσμον σοφία, αλλ’ η θεία. Όχι ο κατά κόσμον σοφός, αλλά ο κατά Θεόν σοφός, δηλαδή ο Άγιος. Δείγμα δε ακμής της Ρωμηοσύνης είναι το επίπεδο της πνευματικότητός της, δηλαδή οι Άγιοί της. Το Άγιον Όρος έγινε το θερμόμετρο της πνευματικότητος του Γένους μας, που δεν κυριεύθηκε από το σκότος, ούτε και στους αιώνες της δουλείας, γιατί ποτέ δεν έλειψαν σ’ αυτό οι θεούμενοι και τα θαυματουργό λείψανα, δηλαδή οι φορείς της Χάριτος.
Περαιτέρω ο κοινοβιακός μοναχισμός του Αγίου Όρους διέσωσε το υπαρκτικό πλαίσιο και πρότυπο (Modellο) της ελληνορθόδοξης κοινωνίας. Τόπος καταφυγής, ανανεώσεως και αναγεννήσεως αρχόντων και αρχομένων, κληρικών και λαϊκών, απέβη κανόνας στοιχήσεως των εν κόσμω κοινοτήτων – ενοριών και πνευματικός τροφοδότης της όλης ζωής τους. Κι αυτό σ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου.
Ο τρόπος αυτός λειτουργίας του Αγίου Όρους κατέστη δυνατός, διότι το «Περιβόλι της Παναγίας» διασώζει την ενότητα και οργανική διασύνδεση πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Σ’ αυτό η πνευματικότητα δεν οδηγείται ποτέ σε άσαρκο σπιριτουαλιομό, ούτε η πράξη σε απνευμάτιστο ακτιβισμό. Μέσα στα μοναστικά κοινόβιά του συνειδητοποιείται απόλυτα το γεγονός, ότι ο Χριστός δεν καταργεί τη βιωτική μας διάσταση, αλλά την αγιάζει και την καταξιώνει σε ζωή του Σώματός Του. Η πνευματικότητα διαφοροποιείται, έτσι, από την εξαΰλωση, τον δυαλισμό (τη «δαιμονο¬ποίηση» του σώματος), τη ρεμβώδη απραξία και κάθε είδος «νιρβάνα». Ο Χριστός μας ένωσε ολόκληρους στο Σώμα Του, για να μεταμορφωθεί σε «πνεύμα» —προσευχή και λατρεία όλη η ζωή μας. Και αυτό γί¬νεται, όταν και τις θεωρούμενες ως υλικές – βιωτικές πλευρές της ζωής μας, εντάσσουμε μέσα στην αλήθειά Του, τις απελευθερώνουμε δηλαδή με τη Χάρη και ενίσχυσή Του από την αμαρτία. Η ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, που είναι η χριστιανική πνευματικότητα στην αυθεντικότητά της, είναι αυτό που διέσωσε και διασώζει το Άγιον Όρος.
Όπως γράψαμε κάπου παλαιότερα, «ο ησυχασμός δεν νοείται στην ορθοδοξία ως κατάσταση ανενεργού απραξίας. Οι ησυχαστές είναι κυριολεκτικά πνιγμένοι στη δράση. Ο ησυχαστής αγωνίζεται να επιτύχει την υπέρβαση της αναγκαιότητας και του δαιμονικού και να φθάσει στην ελευθερία της Χάρης, με την απελευθέρωση από τα πάθη και με τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Ο κεκαθαρμένος ησυχαστής δεν ζει πια για τον εαυτό του, αλλ’ είναι όλος αγάπη. Αυτό φαίνεται στη δομή του κοινοβιακού μοναστηριού. Μέσα σ’ αυτό δεν αποκλείονται οι καθαρά υλικοβιωτικές δραστηριότητες. Και εκεί θα βρούμε τον γιατρό, τον οικονόμο (το διαχειριστή των υλικών αγαθών), τον τσαγκάρη, τον φούρναρη, το ράφτη, τον μουλαρά. Στη μοναστική όμως αδελφότητα όλ’ αυτά δεν είναι κερδοσκοπικό επαγγέλματα, αλλά προσφορά διακονίας αγάπης. Γι’ αυτό όλες αυτές οι «εργασίες» όχι μόνο δεν γίνονται εμπόδιο στην «αδιάλειπτη» προσευχή, αλλά μετουσιώνονται και αυτές σε προσευχή, αφού στοχεύουν στη λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, λει-τουργούν το μυστήριο της αγάπης. Προσευχή κάνει ο μοναχός και ως τσαγκάρης, φούρναρης ή μουλαράς. Η βιωτική απασχόληση αλλοιώνεται πνευματικά σε «λογική λατρεία», (Ρωμ. 12,1). Το μοναστικό κοινόβιο δείχνει σε τελευταία ανάλυση, πως είναι δυνατόν η κοινωνικοπολιτική διακονία να αναχθεί σε εκκλησιαστική πράξη, λειτουργία».
Τη μεγαλύτερη μάλιστα κοινωνική προσφορά, παρά τα αντιθέτως πιστευόμενα, δεχόμαστε εμείς οι εν τω κόσμω από τους ερημίτες και ασκητές του Αγίου Όρους, που αγρυπνούν στην ερημιά τους, ενωμένοι πνευματικά με το κοινόβιό τους, και προσεύχονται αδιάλειπτα και γι’ αυτό, αλλά και για όλο τον κόσμο.
Η Ρωμηοσύνη στα χρόνια του Βυζαντίου και της δουλείας είχε το Άγιον Όρος ως πνευματική της κολυμβήθρα, στην οποία βαπτιζόταν αδιάκοπα όλη η ζωή της. Μόνο μετά την Επανάσταση του 1821 και κυρίως από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1828/ 1833) η πορεία του Ελληνισμού θα δένεται όλο και στενότερα με τη Δύση – Ευρώπη σε όλο το φάσμα της εθνικής ζωής. Στο σημείο δε αυτό ακριβώς αναδύεται η σημασία του Αγίου Όρους για την εποχή μας.
Το Άγιον Όρος και η σύγχρονη αλλοτρίωση.
Ο μέγιστος κίνδυνος του Νεωτέρου Ελληνισμού είναι η απώλεια της ταυτότητάς του, η αλλοίωση δηλαδή της ουσίας του, που επέρχεται με την αναίρεση της ιδιαιτερότητας του. Καμμιά δε απολύτως σημασία δεν μπορεί να έχει η ύπαρξη Ελληνικού Κράτους χωρίς Έλληνες…
Η αλλοτρίωση πραγματοποιείται εθνικά με την αποσύνθεση του πολιτισμού μας και την απορρόφησή του από κάποιον άλλο. Σ’ όλη τη διάρκεια της Αραβοκρατίας και Τουρκοκρατίας ο ρωμαίικος πολιτισμός δεν αλλοτριώθηκε. Αντίθετα, ανανεώθηκε και ανασυντάχθηκε. Ο κίνδυνος παρουσιάσθηκε αδυσώπητος στη συνάντησή του με τον φράγκικο πολιτισμό της Ευρώπης. Η συνάντηση αυτή άρχισε ήδη τον 14ο αιώνα να λαμβάνει επικίνδυνο χαρακτήρα. Είναι δε γεγονός ότι ανάμεσα στους δύο αυτούς πολιτισμούς καμμιά σύμπτωση δεν είναι δυνατή, παρά τις γνωστές θεωρίες περί «μετακενώσεως» και «συγγενείας» ελληνικού και φράγκικου πολιτισμού. Ανάμεσά τους υπάρχει διαμετρική αντίθεση. Είναι «άλλο και άλλο», για να επαναλάβουμε μία προσφιλή διατύπωση του Μεγάλου Αγιορείτη Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο πρώτος είναι πολιτισμός θεοκεντρικός – θεόνομος, κοινοτικός, αρματοδρόμος, αφού στοχεύει στη θέωση. Ο δεύτερος αντίθετα είναι ανθρωποκεντρικός, ατομοκρατικός και ρατσιστικός, εγκοσμιοκρατικός με στόχο την εγκόσμια επιτυχία ως ενδοκοσμικό ευδαιμονισμό.
Η ανάμειξη του ελληνορθοδόξου με τον φραγκικό πολιτισμό, που επί αιώνες τώρα συνεχίζεται, οδηγεί αλματωδώς στην αλλοίωση του πρώτου και την εκφράγκευσή του, κυρίως λόγω των αισθημάτων μειονεξίας εκείνων των Ελλήνων, που πρώτοι έρχονται σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό, δηλαδή των διανοουμένων, των πολιτικών και εκπροσώπων των οικονομικά ευρωστοτέρων τάξεων. Όσοι από αυτούς κατέχονται από αισθήματα κατωτερότητας λόγω άγνοιας της πολιτιστικής Κληρονομιάς του Γένους, οδηγούνται στην «ξενομανία» και «ξενοδουλεία», που τη μεταδίδουν σ’ όλους τους χώρους της εθνικής ζωής, γιατί αυτοί ως εθνική ηγεσία διαμορφώνουν την κοινωνική μας πραγματικότητα.
Αποδεικνυόμεθα δε τελείως άοπλοι απέναντι στην εισβολή των ξένων πολιτισμικών στοιχείων, γιατί μάθαμε να δεχόμασθε αναντίρρητα τα κριτήρια των ξένων για την αξιολόγηση του δικού μας πολιτισμού. Η «γιββωνική» θεώρηση του Βυζαντίου συνεχίζεται από την εποχή του Κοραή μέχρι σήμερα και έπρεπε πρώτοι οι Ευρωπαίοι (Κ. Krurnbaeher κ.λπ.), να αποτιμήσουν θετικά το Βυζάντιο, για να αρχίσουμε και μείς να προσέχουμε τα δημιουργήματά του, μολονότι μέχρι σήμερα ο κοραϊκός αντιβυζαντινισμός επηρεάζει την λεγομένη «προοδευτική» παράταξη σε σημείο, που να μη μπορεί να δει το Βυζάντιο / Ρωμανία περισσότερο από ένα μουσείο, που έχει κάποια αξία, αφού το θαυμάζουν οι ξένοι και πληρώνουν, για να δουν τα εκθέματά του!
Η αποσύνθεση του πολιτισμού συντελείται με την υποκατάσταση των επί μέρους στοιχείων του (π.χ. εγκατάλειψη του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού ρυθμού με τη λύση του τσιμέντου και της τσιμεντούπολης). Υπάρχει δε ένα αξίωμα στη διαπάλη των πολιτισμών: όταν ο έπηλυς πολιτισμός καταπίνει και αφομοιώνει τον εγχώριο, η απώλεια της ταυτότητος είναι πληρέστερη. Είναι δε γνωστή και η αποσυνθετική διαδικασία. Ο πολιτισμός, ως πλαίσιο ζωής, είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων. Όλα δε τα συστατικά στοιχεία του συνδέονται μεταξύ τους και συνιστούν μίαν αλυσίδα. Αν λοιπόν χαθεί κάποιος κρίκος, διασπάται η αλυσίδα και χάνεται η καθολικότητα. Ένας δε νοθευμένος πολιτισμός είναι νεκρός, γιατί χάνει πια κάθε δυνατότητα αυτοσυνειδησίας.
Υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα μιας τέτοιας διασπάσεως της πολιτισμικής αλυσίδας στο δικό μας χώρο, που τα αναλύει ο Arnold Toynbee. Π.χ. η αλλαγή του αλφαβήτου σε λατινικό, που έκαμε ο Κεμάλ Ατατούρκ, ήταν το αποφασιστικό βήμα για τον εκδυτικισμό της γείτονος Τουρκίας. Ένα Νοσοκομείο για τους ξένους τεχνικούς στην Αίγυπτο του 19ου αιώνα έγινε η είσοδος της Δύσεως στην ανατολική αυτή Χώρα. Κατά τον Toynbee «Ο θρίαμβος της δυτικοποιήσεως και όχι ο θρίαμβος του βαρβαρισμού και της θρησκείας ήτο εκείνος, που τελικώς επεξειργάσθη την κατάρρευσιν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» Ειδικότερα δε για τη δική μας κοινωνία θα δηλώσει· «Εις την ιστορίαν της ορθοδόξου χριστιανικής κοινωνίας η τελευταία πράξις υπήρξεν όχι ο θρίαμβος του βαρβαρισμού και της θρησκείας, όπως διατεινόταν ο Γίββων, αλλά ο θρίαμβος του ξένου πολιτισμού, ο οποίος κατέπιε την ετοιμοθάνατον κοινωνίαν ολόκληρον και ενεσωμάτωσε την υφήν της εις τους ιδικούς του κοινωνικούς ιστούς». Αυτό που ιδιαίτερα ενδιαφέρει εδώ είναι η επισήμανση της αλλοτριωτικής διαδικασίας στο δικό μας χώρο από ένα ειδικό μελετητή των πολιτισμών και μάλιστα ευρωπαίο.
Η τραγικότητά μας συνίσταται στο ότι αδυνατούμε σήμερα να κατανοήσουμε τις μεταβολές, γιατί ζούμε μέσα σ’ αυτές και συνυπάρχουμε με όλες τις αδυσώπητες συνέπειές τους. Αισθητότερα όμως κατανοούσαν και την μικρότερη μεταβολή οι σύγχρονοι, όπως άλλωστε και οι σημερινοί Αγιορείτες, όταν μετά από μακρά εγκαταβίωση στο Όρος τους αναγκάζονται να επισκεφθούν την Αθήνα ή άλλα αστικά κέντρα.
Οι πατέρες μας όμως του 19ου αιώνα ζούσαν την αλλοτρίωση σε κάθε της βήμα. Οπτικά, βλέποντας τη νέα ζωγραφική και «αγιογραφία» ή τη νέα Αρχιτεκτονική των πόλεών μας. Ακουστικά, ακούοντας τη νέα μουσική, που εισέδυε και σ’ αυτούς τους Ναούς ως «κανταδιστική τετραφωνία». (Ο Κ. Οικονόμος θα υπογραμμίσει εδώ το πρόβλημα των τραγουδιών των Μισσιοναρίων, που με τα κατηχητικά τους μεταδίδονταν στην ελληνική νεολαία). Υπαρξιακά, ζώντας καθημερινά την εντεινόμενη αλλαγή σ’ όλο το κλίμα της κοινωνίας. Η εισβολή της Δύσεως στη Χώρα μας τον 19ο αιώνα ήταν καταλυτική, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την «κατ’ ανατολάς Δύσιν».
Ορισμένοι κοινωνικοί χώροι λειτούργησαν ως κέντρα αυτής της αλλοτριώσεως, με πρώτο το βασιλικό παλάτι. Το οθωνικό παλάτι θα διαμορφώσει τη νέα ελληνική κοινωνία στα πλαίσια της αστικής τάξης. Οι θυγατέρες του βαυαρού πρωθυπουργού Άρμανσπεργκ εισάγουν το πρώτο πιάνο στη μικρή ναυπλιώτικη και αθηναϊκή κοινωνία και μεταδίδουν στη δική μας «αριστοκρατία» την εντύπωση, ότι λίγο πιάνο και λίγα γαλλικά στοιχειοθετούν τα προσόντα μιας κόρης καλής οικογενείας. Η κ. Άρμανσπεργκ εξ άλλου πρωτοστατούσε στη δυτικοποίηση της υψηλής κοινωνίας, μεταδίδοντας την τάση για επίδειξη και πολυτέλεια. «Πάντα ταύτα συμβαίνουν εις μίαν κοινωνίαν με πλαίσιον δημοκρατικόν, ως είναι η ελληνική», γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης. Οι δεξιώσεις των Ανακτόρων μετέβαλλαν σε Ευρώπη τη μετεπαναστατική ελληνική κοινωνία, σε σημείο, που ο θρυλικός Γέρος του Μωριά να πει αγανακτισμένος, όταν είδε το πρώτο βαλς να χορεύεται στην καταφώτιστη αίθουσα: «Αυτό είναι μισή αμαρτία»… Έτσι άνοιξε η νεογέννητη Ελλάδα τις πύλες της στην Ευρώπη.
Το Άγιον Όρος όμως ανθίσταται ρωμαλέα στη διείσδυση κάθε ξένου στοιχείου. Υψώνει το τείχος της δικής του παραδόσεως και διασώζει τις προϋποθέσεις του ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Ο αγώνας αυτός — απέναντι στη Δύση— συνεχίζεται αδιάπτωτος απ’ τον 12ο αιώνα, για να μη εισέλθουν στην ορθόδοξη ανατολή οι φραγκικές διαφοροποιήσεις στο χώρο της θεολογίας και πνευματικότητας, οι ρίζες δηλαδή του νεωτέρου δυτικού πολιτισμού. Ο Αγώνας θα κορυφωθεί τον 14ο αιώνα, όταν ο Ησυχασμός με πρωταγωνιστή τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά θα αποκρούσει γενναία τη Φραγκιά και τα πνευματικά θεμέλια του πολιτισμού της. Αντίβαρο στο δυτικότροπο διαφωτισμό θα αναδειχθεί η νέα φιλοκαλική αναγέννηση των «Κολυβάδων», των Αγιορειτών δηλαδή Ησυχαστών Πατέρων του 18ου αιώνα σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας.
Το Άγιον Όρος προβάλλει αδιάκοπα τη σθεναρότερη αντίσταση στην προσπάθεια της Δύσεως να υποτάξει την Ανατολή. Και δεν πρόκειται για κάποια αφελή επιχείρηση του δυτικού κόσμου χωρίς συγκεκριμένη στοχοθεσία, αλλά για άρτια οργανωμένη — κάθε φορά εκστρατεία στα πλαίσια του δυτικού πολιτικού επεκτατισμού. Η μετάδοση του πολιτισμού ως τρόπου ζωής είναι άλλωστε η ουσιαστική προϋπόθεση της πολιτικής υποδουλώσεως – εξαρτήσεως. Θα επιτραπεί στο σημείο αυτό μια σύντομη παρενθετική διασάφηση.
Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία επεδίωξε πάντα να μεταβάλει την αποικία σε πιοτή εικόνα – αντίγραφο της μητροπόλεως, για να μπορεί να εφαρμόζει καθολικά η αρχή «των συγκοινωνούντων δοχείων» ανάμεσά τους. Ο ιμπεριαλισμός, ως διάδοχος κατάσταση της αποικιοκρατίας, πάλι επιδιώκει να καταστήσει τις εξαρτώμενες χώρες περιφέρεια του κέντρου εξαρτήσεως, δηλαδή μεταπρατικό χώρο, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πνευματικό. Η καθολική εξομοίωση διευκολύνει την επέκταση της μητροπόλεως στη μικρή χώρα και τη δυνατότητα απόλυτης επιρροής. Η οικονομική άλωση είναι γι’ αυτό ανάγκη να συμπληρωθεί από την πνευματική. Έτσι εξηγείται, γιατί και στις ημέρες μας μια οικονομική ένωση κρατών απαιτεί προσαρμογή σύνολης της νομοθεσίας και ζωής των μικρότερων εταίρων στα πλαίσια των ισχυροτέρων μελών της. Το ερώτημα όμως είναι τί θα προσφέρουν τα μικρά έθνη σε μια τέτοια ένωση, αν αφομοιωθούν πολιτιστικά- πνευματικά, έκτος από την ολοτελή υποδούλωσή τους; Αλλά στο σημείο αυτό χρειάζεται μια άλλου είδους εξήγηση.
«Ο φαινομενικός αντιδυτικισμός του συγγραφέα δεν σημαίνει, ότι είναι και πραγματική αποστροφή απέναντι στην (οποιαδήποτε) Δύση. Δεν σημαίνει, περισσότερο, άρνηση και απόρριψη της Ευρώπης ‘άνευ ετέρου’, αφού πιστεύει, πως η συνάντηση λαών και πολιτισμών και η διασταύρωσή τους είναι ιστορική αναγκαιότητα. Το πρόβλημα δεν είναι η συνάντηση και συνεργασία με την Ευρώπη, αλλά το πώς, με ποιές δηλαδή εσωτερικές προϋποθέσεις και με ποιούς στόχους συναντόμασθε με την Ευρώπη και τον υπόλοι¬πο κόσμο και τί περιμένουμε από τη συνάντηση αυτή. Ποιά δυνατότητα κριτικής επιλογής έχουμε διασώσει μέσα μας, που σημαίνει πόσο είμαστε ενωμένοι με τις πνευματικές και πολιτιστικές μας ρίζες».
Μετά τα παραπάνω μπορούμε να κατανοήσουμε και ενέργειες των Αγιορειτών, οι οποίες φαίνονται στους ανυποψίαστους ως πείσμα καλογήρων και σκοταδισμός. Π.χ. η αντίδραση στο ηλεκτρικό φως, που θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην τηλεόραση, στα αυτοκίνητα και τα άλλα παράγωγα της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως και η εμμονή στη φυσική ζωή, που διασώζει τις δυνατότητες ορθόδοξης εμπειρίας, με την άμεση σχέση και ενότητα ανθρώπου και κτίσεως, ως φυσικού περιβάλλοντος.
Έτσι και μόνο μπορεί το Άγιον Όρος να κηρύττει προσφέροντας όχι λόγια, αλλά το Θείο Λόγο ως ζωή και εμπειρία. Να μη λέγει απλώς «μετανοείτε», αλλά να οδηγεί στην πράξη της μετανοίας με τον κα-τάλληλο οδηγό, τον Πνευματικό – Γέροντα. Η ίδια η πράξη του γίνεται διδασκαλία. Και πρέπει εδώ να τονισθεί, ότι στα τελευταία χρόνια πολλοί κληρικοί, που κατηχούν ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους, που θέλουν να γίνουν ορθόδοξοι, τους στέλνουν για ένα διάστημα σε κάποιο μοναστήρι κατά προτίμηση αγιορείτικο για να γνωρίσουν τη ζώσα ορθοδοξία και όχι απλά σχολαστικά σκαριφήματα μιας διανοητικής κατηχήσεως – διδασκαλίας.
Στο Άγιον Όρος ζει κανείς την ενότητα της ζωής ως Χριστοζωής και Θεοκοινωντας. Καθολικά  τράπεζα – εργόχειρο – κανόνας στο κελλί γίνονται μια συνεχής προσευχή και ζωή, στην οποία «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3,11) Ο θεολογικός λόγος, που είναι και εκκλησιαστικός, διασώζει ακόμη στο Άγιον Όρος ακέραιο και αναλλοίωτο το αγιοπατερικό του φορτίο. Δεν έχει χάσει τη σωτηριολογική σημαντική του. Π.χ. φως σημαίνει εκεί «άκτιστο φώς» της Xάριτος και όχι τη γνώση ή την κοσμική παιδεία. Γ έ ρ ο ν τ α ς είναι ο Πνευματοφόρος (Πνευματικός) και όχι ο ηθικολογών εξομολόγος. Π ν ε υ μ α τα ι κ ό ς είναι ο έχων Πνεύμα Άγιον, «λαλούν και ενεργούν» εν εαυτώ και όχι ο ηθικός με την κοσμική έννοια του όρου. Κ ά θ α ρ σ η είναι η διά της τηρήσεως των θείων εντολών χαρισματική θεραπεία της καρδίας και όχι η βελτίωση των τρόπων συμπεριφοράς Άσκηση, τέλος, είναι η εν ταπεινώσει άρση του σταυρού του εκουσίου πάθους και όχι η διανοητική ενασχόληση με την πίστη και η ευσεβιστική θεολόγηση. Έτσι, σημαίνον και σημαινόμενον στην αγιορείτικη γλώσσα ταυτίζονται σε μια σημαντική, που σώζει ακέραια τα όρια του ορθοδόξου ήθους.
(π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Η Εκκλησία μέσα στον κόσμο», εκδ. Αποστ. Διακονίας. 1988, σ. 231-243)