Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Θα 'έρθει καιρός, πού θα δεις τα σκυλιά δεμένα με τα λουκάνικα. Ηθική δε θα υπάρχει! Αγάπη δε θα υπάρχει! Εμπιστοσύνη πουθενά δε θα υπάρχει! Ό κόσμος θα πέσει σε μεγάλη ανηθικότητα, χωρίς όρια, ούτε συγγενικά.-Και ποιος θα κρατάει Ορθοδοξία μπάρμπα-Χαραλάμπη;-Βλέπεις αυτό το βουνό και δίπλα το άλλο; Θα μείνει μια γιδούλα στο ένα και μια στο άλλο και θα χτυπάει το κουδουνάκι της τσίν, τσίν, τσίν. Τόσοι θα μείνουτε, πολύ λίγοι...

 

Θαυμαστά γεγονότα διηγείται ή Ουρανία Κωνσταντοπούλου, 70 ετών, από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας, κάτοικος Καλαμάτας:Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από τότε πού ήμουν κορι­τσάκι του Δημοτικού σχολείου. Ερχόταν στο χωριό μου και άναβε όλα τα καντήλια των εκκλησιών. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο με γιλέκο.Δίδασκε τους συγχωριανούς μου και θυμάμαι, πού τους έλεγε:-Γυρίστε με το Παλαιό, το Παλαιό είναι το Ορθόδοξο Εορτολόγιο.Αργότερα παντρεύτηκα και έφυγα από το χωριό μου. Στην Καλαμάτα, στο σπίτι πού έμενα, ερχόταν πολύ συχνά και, επειδή είχα πολλά παιδιά και ήμουν πολύ φτώχεια, μου έφερνε χρήματα, τυριά, ψωμιά, λαχανικά, φρούτα και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε σε τρόφιμα.Μια φορά ήρθε στο σπίτι μου, έφερε δύο φανάρια, καντηλήθρες και λάδι, τα έδωσε στον άντρα μου και του είπε:-Αντώνη, όταν πάς στο χωριό σου, στο Σελά, να πάς στο μοναστήρι του Άγιου Μηνά και να ανάψεις αυτά τα δύο φανάρια.Κάποιες φορές, μαζί με τον άντρα μου, έπαιρναν το γαϊ­δούρι, πήγαιναν στα περιβόλια, το φόρτωναν πορτοκάλια, λεμόνια, λαχανικά και τα πήγαιναν στον Προφή­τη Ηλία στους φυματικούς.


 

Ένα μεσημέρι ήλθε στο σπίτι και μου είπε: -Ό άντρας σου που είναι; Μαγειρέψατε; -Μπάρμπα-Χαραλάμπη, δεν έχουμε τι να μαγειρέ­ψουμε και ο άντρας μου λείπει. -Έχεις κατσαρόλα και κρεμμύδι; Φερτά εδώ. Του έδωσα την κατσαρόλα, έκοψε το κρεμμύδι, έριξε λάδι, καθάρισε ένα πολύ μικρό κουνουπιδάκι, έριξε αλάτι, ένα κατσαρολάκι νερό, το έβαλε στη φωτιά και μου είπε:-Ας' το να βράσει.Έβρασε το κουνουπίδι, γέμισε ή κατσαρόλα, φάγαμε τα έξη παιδιά μου, ο Χαραλάμπης, εγώ, και έμεινε και για τον άντρα μου. Θυμάμαι καλά αυτό το περιστατικό, γιατί μου είχε κάνει από τότε μεγάλη εντύπωση. Και αναρωτιό­μουνα το πώς μ' αυτό το μικρό κουνουπιδάκι γέμισε ή κατσαρόλα και φάγαμε τόσα άτομα. Ή δε νοστιμιά του ήταν απερίγραπτη.Είχα έξη κορίτσια, ήθελα αγόρι, στεναχωριόμουνα και έκανα προσευχή στην Παναγία να μου δώσει αγόρι. Έ­μεινα έγκυος και την προηγούμενη μέρα από τη γέννα πέρασε ο Χαραλάμπης από το σπίτι μου, αλλά, επειδή εγώ είχα πάει να φέρω νερό, δεν με βρήκε. Είδε τις μικρές κόρες μου και τους είπε:-Πείτε στη μάννα σας ότι, αυτό πού ζήτησε, θα της το δώσει ο Θεός σε λίγες ώρες.Πράγματι, την άλλη μέρα γέννησα το γιο μου τον Ευ­στάθιο. Μετά αναρωτιόμαστε με τον άντρα μου πώς ο Χαραλάμπης ήξερε την ήμερα πού θα γένναγα και ότι το παιδί θα ήταν αγόρι!Κάποια φορά κάναμε αγρυπνία στο μοναστήρι Κοιμή­σεως της Θεοτόκου.

 

Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε. Ό Χαραλάμπης κάποια στιγμή έφυγε από την αγρυπνία και βγήκε έξω. Όταν τελείωσε ή αγρυπνία και βγήκαμε από την εκκλησία, τον είδαμε ξαπλωμένο κατά γης· κοιμόταν πολύ βαθιά και επάνω του ήταν ένα παχύ στρώμα από χιόνι. Όλοι οι Χριστιανοί τον λυπηθήκαμε και τον ξυπνή­σαμε- αυτός, θυμάμαι, μας είπε το έξης θαυμαστό:Αχ... τι μου κάνατε... Ήμουνα παρέα με τους αγ­γέλους!Πήγαν κάποιοι στην ηγουμένη Καλλίνικη και της είπαν ότι ο Χαραλάμπης δεν είναι καλός άνθρωπος, γιατί δέ­χεται και του ρίχνουν νερό τα κορίτσια και λούζεται και γιατί χορεύει στα πανηγύρια. Όταν πήγε ο Χαραλάμπης στο μοναστήρι, ή ηγουμένη τον μάλωσε και του είπε να μην ξαναπατήσει στο μοναστήρι. Ό Χαραλάμπης, αφού την άκουσε με προσοχή, μετά από λίγο της είπε:-Κάνω τον Ανδρέα το σάλο. Μου χρειάζεται ταπεί­νωση, γι' αυτό κάθομαι να με χλευάζουν. τι θέλεις; Να φορέσω κουστούμι και γραβάτα και να κάνω τον κύριο;Ή ηγουμένη Καλλίνικη, όταν άκουσε αυτά, του ζήτησε συγχώρεση και του έβαλε μετάνοια. Στην κορυφή του Ταΰγετου είναι ένα εκκλησάκι Προφή­της Ηλίας· θυμάμαι κάποτε μου είχε πει:Με πήρε σύννεφο, με πήγε στο εκκλησάκι και άνα­ψα τα καντήλια, ούτε κατάλαβα πώς πήγα... Την εποχή της κατοχής πήγαινε προς τον Αλμυρό και στο χέρι του κρατούσε το φαναράκι του. Οι Γερμανοί, όταν τον είδαν του φώναξαν «"Αλτ... "Αλτ...

 

"Αλτ...», αλλά αυτός συνέχιζε το βάδισμα· του έριξαν πολλές σφαίρες και θυμάμαι μου είπε:-Γέμισε το σακάκι μου, αλλά δεν με πήρε καμία... Οι Γερμανοί τον πλησίασαν, τον σταμάτησαν και τον κοίταξαν, ο Χαραλάμπης τους είπε:Να πιστεύοντε στο Χριστό. Ιδού γαρ και λέγομεν και λέγομεν, γαρ... γαρ... γαρ.Και συνέχισε το δρόμο του. Οι Γερμανοί έμειναν ακίνητοι και τον κοίταζαν με απορία και θαυμασμό. Κάποια φορά, πού ήταν άρρωστος, τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, ακόμη και το νερό. Δε δεχόταν να κοιμηθεί σε κρεβάτι, διπλωνό­ταν με ένα σακί, έβγαινε έξω από το σπίτι και κοιμόταν στην αυλή. Κάποιες φορές με κοίταζε και μου έλεγε: -Ήμουν στη Μακεδονία και δεν ξέρω με ποιο τρό­πο, ούτε με λεωφορείο, ούτε με ζώο, ούτε με τα πό­δια, βρέθηκα στην Ομόνοια στην Αθήνα.Όλοι οι θεοφοβούμενοι άνθρωποι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν λίγοι ασεβείς τον κορόιδευαν και τον έλε­γαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης.Απ` οπού και αν περνούσε κήρυττε την Ορθοδοξία καιέλεγε δυνατά:-Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή με το Παλαιό, μετανοείτε, γυρίστε στην Ορθοδοξία. Κάποια εποχή είχα πάει με την οικογένεια μου στην Αθή­να και εκεί δούλευα. Όταν ήρθα για κάποιο λόγο στην Καλαμάτα, έμαθα ότι ο Χαραλάμπης είναι πολύ άρρω­στος στο σπίτι του Ηλιόπουλου. Ξεκίνησα και πήγα να τον δω. Μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε:Σήμερα σε περίμενα, ήξερα ότι θα έρθεις. Για μένα ο Χαραλάμπης ήταν ο σωτήρας μου, αυτός μου ανάστησε τα παιδιά μου με τα τρόφιμα πού μου έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας της Ορθοδοξίας και πολύ ελεήμων, αιωνία του ή μνήμη!

 

ΠΗΓΗ.Άπαντα Ορθοδοξίας.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

«Η Πόλις εάλω», αλλά και ζή (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

«Η Πόλις εάλω», αλλά και ζή (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος) (ομιλία)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Διαβάστε για το 'σωστό' όνομα της αυτοκρατορίας, γιατί η ημέρα της πτώσεως εκτός από αποφράδα είναι και ένδοξη, ποια ήταν τα αίτια αυτής της πτώσης, ιστορικές λεπτομέρειες κατά την πολιορκία, το πνεύμα και το όνειρο της Ρωμηοσύνης.



Πολλές φορές ομίλησα και έγραψα για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτό που μάς συνήθισαν να ονομάζουμε Βυζάντιο, αλλά για πρώτη φορά ομιλώ για την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, που είναι ημέρα πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και βεβαίως γενικότερα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - Βυζαντίου. Γι’ αυτό οφείλω ευχαριστίες στην Διακίδειο Σχολή που διοργάνωσε αυτήν την εκδήλωση και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο που έδωσε με εγκαρδιότητα την ευλογία του. Ανέλαβα την ευθύνη αυτή να συμμετάσχω και εγώ διά του τρόπου αυτού στο μνημόσυνο για τις ψυχές των αοιδίμων προμάχων της ηρωϊκής αντιστάσεως που αγωνίσθηκαν με ηρωϊκό σθένος.  Επειδή το θέμα είναι μεγάλο θα επιδιώξω να ομιλήσω επιλεκτικά και αποσπασματικά.


1. Τό όνομα της Αυτοκρατορία
Πρίν προχωρήσω στην έκθεση των απόψεών μου θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι την 29ην Μαΐου 1453 δεν έχουμε πτώση του Βυζαντίου, αλλά πτώση της Κωνσταντινουπόλεως της Νέας Ρώμης. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί δεν υπήρξε ποτέ Βυζαντινό Κράτος, πράγμα το οποίο ονομάσθηκε μόλις το 1562 από τον Ιερώνυμο Βόλφ, αλλά υπήρξε Ρωμαϊκό Κράτος.
Γνωρίζω από πολλές μελέτες, κυρίως εδώ στην Ελλάδα οφείλουμε χάριτας στον αείμνηστο Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη και τον Καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό καθώς επίσης και σε άλλους επιστήμονες, ότι το όνομα Βυζάντιο και Βυζαντινό Κράτος δόθηκε έναν αιώνα μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας και της πρωτεύουσάς της, της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι γνωστόν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ίδρυσε μιά καινούρια Αυτοκρατορία, αλλά απλώς μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην αρχαία πόλη Βυζάντιο, που την άλλαξε και την ονόμασε Νέα Ρώμη και αργότερα έλαβε την ονομασία Κωνσταντινούπολη λόγω του ιδρυτού της. Μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα, όπως εδώ, όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, η πρώτη πρωτεύουσα ήταν το Ναύπλιο και στην συνέχεια η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα.

Πέρα από όσα λέγονται από τούς προαναφερθέντας Καθηγητάς, θα ήθελα να αναφέρω ένα πρόσφατο βιβλίο του Βυζαντινολόγου Καθηγητού της Οξφόρδης άίίil Mήnηή με τίτλο «Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», όπου μεταξύ των άλλων γράφει: «όσο για το επίθετο "βυζαντινός" μπορούν να διατυπωθούν (και έχουν διατυπωθεί) σοβαρές αντιρρήσεις για την καταλληλότητά του. Επειδή όμως, έτσι και αλλιώς, ο όρος έχει επικρατήσει θα ήταν ένδειξη σχολαστικισμού να τον απορρίψουμε, εφ’ όσον συμφωνούμε πως η χρήση του είναι απλώς συμβατική. Στήν πραγματικότητα φυσικά δεν υπήρξε ποτέ μιά "βυζαντινή αυτοκρατορία". Υπήρξε ένα ρωμαϊκό κράτος με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί του ονόμαζαν τούς εαυτούς τους "Ρωμαίους" ή απλώς "χριστιανούς", και την πατρίδα τους "Ρωμανία"».

Βέβαια, όπως είναι γνωστόν, τις παραμονές της πτώσεως η Ρωμανία-Βυζάντιο δεν ήταν η παλαιά μεγάλη Αυτοκρατορία, αλλά μόνο η πόλη της Κωνσταντινούπολης με την περιφέρειά της, με λίγους κατοίκους και μαχητές, αφού όλη η Μικρά Ασία, καθώς επίσης και η Ανατολική Θράκη είχαν κατακυριευθή από τούς Οθωμανούς. Έναν αιώνα πρίν, ήτοι από την 2 Μαρτίου του 1345, για πρώτη φορά οι Οθωμανοί πάτησαν το πόδι τους στην Καλλίπολη της Θράκης.


2. Ημέρα αποφράς και ένδοξη
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως παρέμεινε μέσα στον θρύλο και τις παραδόσεις μας και μάλιστα η 29η Μαΐου θεωρείται αποφράς ημέρα. Πρόκειται για ένα από τα τραγικότερα γεγονότα της ιστορίας μας. Η 29η Μαΐου είναι πράγματι το μεταίχμιο μεταξύ της ένδοξης Ρωμηοσύνης και της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η Ρωμηοσύνη έζησε και μετά την πτώση της Ρωμανίας, αλλά με διαφορετική μορφή. Δέν γνωρίζει κανείς πιά μορφή είναι η καλύτερη.
Τό γεγονός είναι ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δημούργησε έναν πολιτισμό, ο οποίος μεγαλούργησε, ιδιαιτέρως όσο η Αυτοκρατορία αυτή οδηγείτο προς το τέλος της ή καλύτερα την τελείωσή της, και αυτός ο πολιτισμός παρέμεινε και μετά την πτώση της μέχρι σήμερα. Μέχρι την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως λειτουργούσε η καταφατική διάσταση της Ρωμηοσύνης, ενώ μετά την πτώση της λειτουργούσε και μεγαλούργησε η αποφατική διάσταση της Ρωμηοσύνης, αφού παρά τις δυσκολίες ανέδειξε τούς νεομάρτυρας, οι οποίοι κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ανανέωσαν το μαρτυρολόγιο, δηλαδή το μαρτυρικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μπορεί να υπογραμμισθή ότι μέχρι το 1453 η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέδειξε το ομολογιακό της πνεύμα, αφού κατοχύρωσε την ορθόδοξη διδασκαλία, καθώς επίσης κατοχύρωσε το μαρτυρικό και ησυχαστικό της πνεύμα. Μάλιστα δέ, όπως έχει παρατηρηθή, ο ησυχασμός, που αποτελεί την πεμπτουσία της ορθοδόξου διδασκαλίας, αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο προς το τέλος της Αυτοκρατορίας και ήταν εκείνος που διαφύλαξε την Ορθόδοξη Εκκλησία ζωντανή και δυναμική κατά την Τουρκοκρατία και αυτή ενεψύχωσε όλο το υπόδουλο γένος και ανέδειξε, όπως ελέχθη προηγουμένως, τούς μάρτυρας και ομολογητάς της πίστεως.
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, του οποίου η αγάπη για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το λεγόμενο Βυζάντιο, είναι δεδομένη, αναφερόμενος στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και μάλιστα αντιμετωπίζοντας την κατηγορία μερικών ότι στην πτώση συνετέλεσαν οι μοναχοί, είπε σε προφορική του ομιλία ότι «άλλο είναι η ιατρική επιστήμη και άλλο η πολιτική, η μία δεν έχει σχέση με την άλλη. Βέβαια, οι ιατροί (δηλαδή οι Κληρικοί και μοναχοί) είχαν πέσει με τα μούτρα να σωθή η Αυτοκρατορία, αλλά είχε φθάσει η Αυτοκρατορία σε τέτοιο σημείο, που δεν εσώζετο. Αλλά όμως η ιατρική επιστήμη σώθηκε. Καί διατηρήθηκε όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας».
Αυτό σημαίνει ότι η ορθόδοξη πίστη που ήταν η βάση του Βυζαντίου είναι η επιστήμη της θεραπείας του ανθρώπου. Αυτή η πίστη που έχει θεραπευτικά αποτελέσματα είχε γίνει η κυρία πολιτική της Αυτοκρατορίας. Όμως, όταν χάθηκε η πολιτική αυτή δεν χάθηκε και η θεραπεία. Έτσι, όπως αλλού έλεγε ο αείμνηστος π. Ιωάννης, η 29η Μαΐου είναι ημέρα αποφράς, διότι καταλύθηκε η εναπομείνασα Αυτοκρατορία, αλλά όμως μπορεί να θεωρηθή και ως ημέρα της Ορθοδοξίας, διότι η ορθόδοξη πίστη απαλλάχθηκε από τις εκκοσμικευμένες προσμίξεις της και διατήρησε την ησυχαστική παράδοση.
Όσα θα ακολουθήσουν μπορούν να μάς διαφωτίσουν ως προς το σημείο αυτό.


3. Τά αίτια της πτώσεως της Πόλης
Υπάρχει ένα λαμπρό έργο του διαπρεπούς Βυζαντινολόγου Στήβεν Ράνσιμαν με τίτλο «η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», στο οποίο μπορεί κανείς να βρή πολλά στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση τόσο των αιτίων που οδήγησαν στην πτώση της Βασιλευούσης, όσο και των περιστατικών και γεγονότων που προηγήθηκαν της αλώσεως, που έγιναν κατά την διάρκειά της και ακολούθησαν μετά από αυτήν. Θά δούμε τα βασικότερα από αυτά, γιατί έτσι θα κατανοήσουμε τα σημαντικά αυτά γεγονότα.
Δύο ήταν τα βασικά αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Τό πρώτο αίτιο ήταν τα όσα έγιναν κατά την Δ' Σταυροφορία το 1204, η οποία κατέλυσε την ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία λειτουργούσε ως υπερεθνικό Κράτος. Μετά την κατάλυση της Κωνσταντινουπόλεως, από τούς δυτικούς σταυροφόρους, έφυγε η πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία, η πόλη λεηλατήθηκε και δεν μπόρεσε από τότε να αποκτήση την παλαιά της αίγλη. Τά τμήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίσθηκαν σε φέουδα και εδόθησαν σε διαφόρους Φράγκους Ηγεμόνας. Παράλληλα εδημιουργήθηκαν τρία μεγάλα Κέντρα, όπως η Αυτοκρατορία της Νικαίας, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Αλλά και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, μετά από μισό αιώνα, η Αυτοκρατορία δεν ήταν όπως παλαιά, «δεν ήταν πιά η κυριαρχούσα δύναμη στην χριστιανική ανατολή». Αυτή η αποδυνάμωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία επέτρεψε στούς Σελτζούκους να επεκτείνουν τα εδάφη τους. Μετά την επανάκτησή της το 1261 η Αυτοκρατορία είχε μεγάλα προβλήματα, αντιμετώπιζε μεγάλες απειλές τόσο από τα Βαλκανικά Κράτη, τούς Σέρβους, όσο και από τούς δυτικούς.
Ο Άγγλος ιστορικός εήίnbήή ισχυρίζεται ότι η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Βενετούς και τούς Φράγκους το 1204 και η εγκατάσταση στην Βασιλεύουσα ενός Φράγκου Αυτοκράτορα ήταν το κορυφαίο γεγονός της κατάρρευσης του βυζαντινού κόσμου. Μάλιστα το 1204 «ήταν η πρώτη φορά που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια εχθρών από την εποχή των εγκαινίων της το 330 μ.Χ.». Καί παρατηρεί εύστοχα: «ο συγκλονισμός του 1204 ήταν επομένως μεγαλύτερος από εκείνον του 1453, όταν η Πόλη έπεσε για δεύτερη φορά. Τή φορά αυτή η καταστροφή είχε ένα προηγούμενο και δεν ήλθε ως έκπληξη. Τό 1453 η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ήδη περικυκλωμένη και πολιορκημένη επί ένα αιώνα, στην διάρκεια του οποίου ο βρόγχος σφιγγόταν όλο και πιό δυνατά».
Τό δεύτερο αίτιο της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως που συνδέεται με το προηγούμενο, ήταν το μίσος των Φράγκων έναντι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τό μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα. Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μιά θεολογία που ήταν αντίθετη με την θεολογία της ορθοδόξου Ανατολής. Τό σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών, στην πραγματικότητα η απόσχιση της Παλαιάς Ρώμης από την Νέα Ρώμη, όταν η Παλαιά Ρώμη καταλήφθηκε από τούς Φράγκους, αύξησε το χάσμα μεταξύ των δύο τμημάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό το χάσμα όχι μόνον δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν οι προσπάθειες για την ένωση των Εκκλησιών, αλλά το αύξησαν ακόμη περισσότερο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ανατολικοί, υπό την πίεση των επεκτάσεων των Οθωμανών, θέλησαν να επιτύχουν την ένωση με την δυτική Εκκλησία, και αυτό έγινε παρά την διαφωνία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Μητροπολίτου Εφέσου, στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439. Παρά την ένωση, όμως, οι δυτικοί δεν βοήθησαν και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται, όμως, όχι μόνον δεν μπορούσαν να συνδράμουν, αλλά και δεν ήθελαν. Ο Στήβεν Ράνσιμαν παραθέτει πλείστα παραδείγματα από τούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσεως, στα οποία φαίνεται καθαρά ότι δεν είχαν την δυνατότητα και την βούληση να βοηθήσουν οικονομικά και στρατιωτικά. Παρά την ένωση και την άρνησή τους να βοηθήσουν, εν τούτοις μερικοί Ενετοί και Γενουάτες ήρθαν αυθόρμητα από την Ιταλία για να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών. Καί τελικά οι Ενετοί και οι Γενουάτες συμμετείχαν κατά την αντίσταση στην πολιορκία, αν και υπήρχαν μεταξύ τους πολλές διαφορές, και μάλιστα οι Γενουάτες απεχώρησαν την τελευταία στιγμή από τον αγώνα.
Στό σημείο αυτό πρέπει να σημειωθή ότι τις παραμονές της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπήρχαν τρείς τάσεις, που ήταν έκφραση των τριών ιδεολογικών ρευμάτων που είχαν αναπτυχθή τον τελευταίο αιώνα στην Αυτοκρατορία. Είναι γνωστόν ότι στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμμετείχε ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάση την εποχή εκείνη η Ρωμαϊκή Ορθοδοξία. Τρείς από αυτούς ήταν εκπρόσωποι αυτών των τάσεων. Ο ένας ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως έγινε ο πρώτος Πατριάρχης του υποδούλου Γένους. Ο Γεννάδιος έβλεπε ως μεγαλύτερο τον κίνδυνο που προερχόταν από την Δύση, με την αλλοίωση της ορθοδόξου πίστεως και την υποδούλωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Πάπα. Ο δεύτερος εκπρόσωπος μιάς άλλης τάσεως ήταν ο Βησσαρίων, Επίσκοπος Νικαίας, ο οποίος πίστευε ότι έπρεπε να γίνη η ένωση των Εκκλησιών, ώστε διά του τρόπου αυτού να σταλή βοήθεια από την Δύση, και να διατηρηθή ελεύθερη η Κωνσταντινούπολη. Καί ο τρίτος εκπρόσωπος των τάσεων αυτών ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο οποίος πρότεινε την αναδιοργάνωση του Κράτους σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, και γενικά την αρχαία ελληνική παράδοση. Ο ίδιος έκανε υποδείξεις για διάφορα κοινωνικά οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα, τα οποία εν πολλοίς ήταν ανεφάρμοστα. Ακόμη και τον Χριστιανικό Θεό ονόμαζε Δία.
Από τις τρείς αυτές τάσεις αποδείχθηκε ότι η πιό ρεαλιστική εκπροσωπείτο από τον Γεννάδιο Σχολάριο. Καί αυτό, γιατί οι απόψεις του Γεωργίου-Γεμιστού Πλήθωνος δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν, ήταν ιδεαλιστικές και ουτοπιστικές, οι δέ απόψεις του Βησσαρίωνος ήταν ανεφάρμοστες. Άλλωστε ο Βησσαρίων τις παραμονές της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι μετά την Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε στην Δύση, προσεχώρησε στην λατινική Εκκλησία, έγινε Καρδινάλιος και παρ’ ολίγον να εκλεγή και Πάπας, αλλά τελικά δεν μπόρεσε, παρά τις προσπάθειές του, να παρακινήση τούς δυτικούς να σπεύσουν σε βοήθεια της Κωνσταντινουπόλεως. Μιά ελάχιστη βοήθεια που ήλθε δεν μπόρεσε ουσιαστικά να βοηθήση. Ο Βησσαρίων αγωνίσθηκε για να προσελκύση το ενδιαφέρον των Παπικών για να περισωθή η ανεξαρτησία του Γένους, αλλά και να συγκροτηθούν σταυροφορίες των ηγεμόνων της Δύσεως εναντίον των Τούρκων. Στό συνέδριο της Μάντουας (1459) και στην συγκέντρωση στην Αγκώνα (1464) φάνηκε ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθή σταυροφορία, αλλά λόγω των ερίδων μεταξύ των ηγεμόνων τελικά οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες έδειξαν απροθυμία. Ο Βησσαρίων, ως παπικός αντιπρόσωπος, ταξίδευσε στην Νεάπολη, την Βενετία, την Ουγγαρία και την Γερμανία προκειμένου να ομονοήσουν οι πολιτικοί ηγέτες και να αναλάβουν ιερό πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Ενώ ήταν γέρων στην ηλικία, μετέβη στην Γαλλία το έτος 1472, αλλά και ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ' δεν έδειξε προθυμία για το έργο αυτό. Όταν επέστρεψε στην Ρώμη από την Γαλλία και ενώ βρισκόταν στην Ραβέννα, πέθανε την 18η Νοεμβρίου 1472, είκοσι χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς να επιτύχη απολύτως τίποτε. Έτσι, η ελπίδα του να βρή ουσιαστική βοήθεια από την Δύση για την διάσωση της Κωνσταντινουπόλεως και την εκδίωξη των Τούρκων απέβη άκαρπη, παρά το ότι αναγνωριζόταν ως μεγάλη φυσιογνωμία και μάλιστα εγκατέλειψε την ορθόδοξη πίστη του και έγινε παπικός.
Όμως η ομάδα του Γενναδίου Σχολαρίου είχε πιό ρεαλιστικές απόψεις, αφού πίστευε ότι το Βυζάντιο, που ήταν ένα απομεινάρι της παλαιάς δόξας, ούτως ή άλλως θα καταδικαζόταν, αλλά έπρεπε να γίνη προσπάθεια να διατηρηθή η ενότητα της Εκκλησίας. Διότι με την αλλοίωση της πίστεως και την ένωση με την Δυτική Εκκλησία, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να στοιχίση στον Οικουμενικό Πατριάρχη πάνω από τα τρία τέταρτα των Επισκόπων του. Ο Στήβεν Ράνσιμαν με ερωτηματικό τρόπο διατυπώνει ως εξής την άποψη αυτή: «Η ελληνική ακεραιότητα θα μπορούσε να διατηρηθεί καλύτερα από έναν ενωμένο λαό κάτω από μουσουλμανική κυριαρχία παρά από ένα κομμάτι κολλημένο στο κράσπεδο του δυτικού κόσμου;». Καί σημειώνει: «Η παρατήρηση που αποδίδεται από τούς εχθρούς του στον τελευταίο μέγα Πρωτονοτάριο του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά ότι είπε: "Καλύτερα το σαρίκι του σουλτάνου παρά το καπέλο του καρδιναλίου", δεν ήταν τόσο σκανδαλώδης όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως».
Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός εήίnbήή γράφει ότι στις παραμονές της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως λεγόταν ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς ανεφώνησε: «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τή πόλει το φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». Όμως αυτό το ενέταξε ο εήίnbήή μέσα στην όλη προοπτική της αντιπάθειας των Κωνσταντινουπολιτών απέναντι στην επιθετικότητα των Δυτικών Χριστιανών. Είχαν προηγηθή τα γεγονότα της αλώσεως και λεηλατήσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Φράγκους και όλες οι επιθετικές ενέργειες των Παπών για να αφομοιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία. Γράφει ο εήίnbήή ότι οι Έλληνες έβλεπαν ως ακατανόητη την «θριαμβευτική επίθεση της Δύσης». Αντίθετα «η επίθεση των μουσουλμάνων γειτόνων των Ελλήνων στην Ανατολή προκάλεσε λιγότερες ελληνικές δυσαρέσκειες, επειδή δεν επέφερε στούς Έλληνες τόσο μεγάλο συγκλονισμό... οι Έλληνες μπορούσαν να συμφιλιωθούν ευκολότερα με την προοπτική να κατακτηθούν από τούς Σελτζούκους και Οθωμανούς κληρονόμους των Αράβων παρά να κυριαρχηθούν από τούς τυχάρπαστους δυτικούς».
Αυτή ήταν η γενική αίσθηση των Ρωμηών. Γι’ αυτό «η αδελφή του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' λέγεται πως είχε αναφωνήσει το 1275», ύστερα από τις προσπάθειες που έγιναν για να υποταχθή η Ορθόδοξη Εκκλησία στον Παπικό θρόνο: «Καλύτερα να καταστραφεί η αυτοκρατορία του αδελφού μου, παρά η καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης».
Επίσης, το «λαϊκό αίσθημα της ίδιας εποχής ήταν κράττον εμπεσείν εις χείρας Τούρκων ή Φράγκων». Καί όπως λέγει ο εήίnbήή, επικαλούμενος την ιστορική ανάλυση του άvήίί ά. «την ίδια προτίμηση είχε εκφράσει ο Πατριάρχης Μιχαήλ Γ', που κατείχε το αξίωμα αυτό στή διάρκεια των ετών 1170-1178, έναν αιώνα προτού κάν τεθεί το ζήτημα να εξαγοραστεί η δυτική στρατιωτική βοήθεια με τίμημα την υποταγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο εκκλησιαστικό πρωτείον του Πάπα».
Επομένως, η άποψη ότι συμφέρει την Ρωμηοσύνη η υποδούλωσή της στούς Οθωμανούς παρά στούς Φράγκους, κυριαρχούσε από τον 12 αιώνα, ήταν μιά γενική απαίτηση του λαού και είχε σχέση με τις βαρβαρικές επιθέσεις της Δύσεως εναντίον της Ανατολής και κυρίως των Φράγκων εναντίον των Ρωμηών.
Αυτός ο ιστορικός συμβιβασμός, όταν τον επέβαλαν οι ιστορικές περιστάσεις, χωρίς να το επιδιώκουν οι Ρωμηοί, δικαιώθηκε πλήρως από την ιστορία. Γι’ αυτό όταν ο Γεννάδιος Σχολάριος έγινε ο πρώτος Πατριάρχης του Γένους, «που τελικά έκανε την εκλογή του Νοταρά, κατανόησε τα συμφέροντα των συμπατριωτών του καλύτερα από τον Βησσαρίωνα». Καί μάλιστα κατά τον Wήήdhήίιή όταν ο Γεννάδιος Σχολάριος τέθηκε επικεφαλής του νεοδημιουργημένου Rίm Millήιi «η ακεραιότητα της Εκκλησίας διατηρήθηκε, και, μαζί με αυτήν, η ακεραιότητα του ελληνικού λαού».
Τό γεγονός είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την ενότητά της και με την ησυχαστική της θεολογία διατήρησε για τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς το δούλο γένος, τόσο στην πίστη όσο και στην ελληνικότητά του, και το προετοίμασε για την Επανάσταση του 1821, ενώ ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Κάτω Ιταλίας και κυρίως της Σικελίας, της λεγομένης Μεγάλης Ελλάδος, έχασε και την Ορθοδοξία και την ελληνικότητα. Έτσι, παρά τα τραύματα της δουλείας, δικαιώθηκε η άποψη του αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου.

4. Η πολιορκία και η πτώση
Οι περιγραφές της πολιορκίας είναι φοβερές. Οι μάχιμοι στην πόλη δεν ήταν πολλοί. Ο αριθμός των μαχητών των δύο στρατοπέδων ήταν άνισος. Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάλεσε τον γραμματέα του Φραντζή να του κάνει απογραφή των ανδρών μέσα στην πόλη που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ο Φραντζής βρήκε ότι «υπήρχαν μόνο τέσσερις χιλιάδες ενιακόσιες ογδόντα τρείς διαθέσιμοι Έλληνες και λίγο κάτω από δύο χιλιάδες ξένοι. Ο Κωνσταντίνος έμεινε κατάπληκτος από τούς αριθμούς και είπε στον Φραντζή να μήν τούς δημοσιεύσει». Ο στρατός των Οθωμανών αποτελείτο απο ογδόντα περίπου χιλιάδες άνδρες και ορδές ατάκτων.
Η ανδρεία των πολιορκουμένων ήταν πολύ μεγάλη. Ο Αυτοκράτορας πολεμούσε ως απλός στρατιώτης. Φαίνεται όμως ότι οι Γενουάτες έδειχναν μιά ουδετερότητα σε κρίσιμες στιγμές του αγώνος, αφού επεδίωκαν την ειρήνη και την συμφωνία με τον Σουλτάνο. Στόν Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο προτάθηκε να φύγη από την Πόλη, αλλά εκείνος αρνήθηκε. «Ήταν τόσο κουρασμένος, ώστε την ώρα που του μιλούσαν λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, τούς είπε και πάλι ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον λαό του. Θά πέθαινε μαζί του».
Στά τείχη πολεμούσαν οι μαχητές, αλλά τούς βοηθούσε και όλος ο λαός. Γυναίκες, και μοναχές «έσπευσαν στα τείχη να βοηθήσουν για τή μεταφορά υλικών για την ενίσχυση των οχυρωμάτων, και να μεταφέρουν στάμνες με νερό, για να ξεδιψάσουν οι αμυνόμενοι».
Εκτός από τον ηρωϊκό αγώνα των μαχητών αλλά και του λαού, ο Αυτοκράτορας έδωσε εντολή να γίνονται ακολουθίες, λιτανείες, προσευχές προς τον Θεό και την Παναγία. Ήταν πολύ συγκινητική η τελευταία λειτουργία που έγινε στην Αγία Σοφία, όπου έκλαιγαν και αλληλοσυγχωρέθηκαν και στην συνέχεια κοινώνησαν.
Ο ιστορικός Βυζαντινολόγος έήιiliήv συνέλεξε λεπτομέρειες της καταστάσεως που επικρατούσε τις ημέρες εκείνες, και τις παραμονές της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Γίνονταν θρησκευτικές τελετές και λιτανείες και όλος ο λαός έψαλε το «Κύριε ελέησον». Αναφέρει δέ τον τρόπο της τελευταίας θείας Λειτουργίας που τελέσθηκε στην Αγία Σοφία, όπως τον περιγράφει ο άγγλος ιστορικός ά. Pήήίι: «Η μεγάλη ακολουθία εκείνης της βραδυάς, η οποία πρέπει να κατέχη ξεχωριστή θέσι στην ιστορία, ήτο η τελευταία Χριστιανική ακολουθία που έλαβε χώρα στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας... Η ιερή ακολουθία στην πραγματικότητα ήταν μία επιθανάτιος λειτουργία. Η Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε την αγωνία και έπρεπε η σχετική με το πνεύμα της, που έσβυνε, Ακολουθία να γίνη δημοσία, στην πιό ωραία της εκκλησία και μπροστά στον τελευταίο γενναίο της Αυτοκράτορα. Εάν η σκηνή της στέψεως του Καρόλου του Μεγάλου και της δημιουργίας μιάς Αυτοκρατορίας –την οποία τόσον ζωντανά περιγράφει ο αίίήή– ανήκει στις πιό γραφικές της ιστορίας, η σκηνή της τελευταίας Λειτουργίας, που έγινε στην Αγία Σοφία, είναι ασφαλώς από τις πιό τραγικές».
Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, τον θάνατο του τελευταίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και την είσοδο των Τούρκων στην Πόλη άρχισε η σφαγή, η λεηλασία, η λαφυραγώγηση και ο εξανδραπονδισμός. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής υποσχέθηκε στούς στρατιώτες του ότι θα έχουν το δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν την Πόλη για τρείς ημέρες. Πράγματι η καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη. «Τά ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά' κάθε τμήμα λαφυραγωγών άφηνε μιά μικρή σημαία στην είσοδο για να δείξει ότι το σπίτι είχε λεηλατηθή ολοσχερώς. Μαζί με τα υπάρχοντά τους έπαιρναν και τούς ενοίκους. Όποιος λιποθυμούσε ή έπεφτε από αδυναμία, σφαζόταν μαζί με μερικά μικρά παιδιά που θεωρήθηκαν ότι δεν είχαν αξία' αλλά κατά κανόνα τώρα πιά δέ θυσίαζαν τή ζωή των αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμα μεγάλες βιβλιοθήκες στην Πόλη, μερικές κοσμικές και οι περισσότερες των μοναστηριών. Τά περισσότερα βιβλία κάηκαν' αλλά υπήρξαν μερικοί Τούρκοι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι ήταν εμπορεύσιμα αντικείμενα και διέσωσαν μερικά που αργότερα πουλήθηκαν για ευτελή ποσά σε όποιον ενδιαφερόταν. Μέσα στις εκκλησίες έγιναν σκηνές ακολασίας. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες κουβαλήθηκαν με τούρκικα τουρμπάνια τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημίες. Τό βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να να λαφυραγωγηθούν' και κανένας δέ διαμαρτυρήθηκε, όταν ο σουλτάνος προκήρυξε ότι η λαφυραγωγία έπρεπε να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν αρκετή ασχολία για τις υπόλοιπες δύο μέρες να μοιράσουν τα λάφυρα και να μετρήσουν τούς αιχμαλώτους. Διαδόθηκε ότι αυτοί ήταν πενήντα χιλιάδες, από τούς οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Οι υπόλοιποι από τούς χριστιανούς στρατιώτες σκοτώθηκαν, εκτός από τούς λίγους άνδρες που διέφυγαν με τα πλοία. Οι νεκροί, μαζί με τούς αμάχους που υπήρξαν θύματα της σφαγής, λέγεται ότι ήταν τέσσερις χιλιάδες». Ο Σουλτάνος απελευθέρωσε τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, αλλά κράτησε για το χαρέμι του τα ωραιότερα από τα αγόρια και τα κορίτσια. Επίσης, λέγεται ότι ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) «είχε στείλει τετρακόσια ελληνοπαίδια ως δώρο στον καθένα από τούς τρείς κυριότερους μωαμεθανούς ηγεμόνες: τον σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τύνιδας και το βασιλιά της Γρανάδας».
Ο Δούκας ως εξής θρήνησε για την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453: «Ώ πόλις, πόλις, πόλεων πασών κεφαλή! ώ πόλις, πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών! ώ πόλις, πόλις, Χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός! ώ πόλις, πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς! πού σου το κάλλος, παράδεισε; πού σου η των χαρίτων του πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος; πού τα των αποστόλων του κυρίου μου σώματα, τα πρό πολλού φυτευθέντα εν τώ αειθαλεί παραδείσω, έχοντα εν μέσω τούτων το πορφυρούν ιμάτιον, την λόγχην, τον σπόγγον, τον κάλαμον, άτινα ασπάζοντες εφανταζόμεθα τον εν σταυρώ υψωθέντα οράν, πού τα των οστών λείψανα, πού τα των μαρτύρων; πού τα του μεγάλου Κωνσταντίνου και των λοιπών βασιλέων πτώματα;...».


5. Η νοσταλγία και το όνειρο της Πόλης
Λίγο πιό κάτω θα αναφερθώ στο όραμα και το όνειρο των Ρωμηών για την απελευθέρωση της Πόλης, ακόμη και μετά το 1821 και την συγκρότηση του πρώτου Ελληνικού Κράτους. Αλλά εδώ πρέπει να σημειωθή ότι πάντοτε το όραμα του αληθινού Ρωμηού ήταν η απελευθέρωση της Πόλης, που αποτελούσε την πρωτεύουσά τους.
Η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της «το "Πρότυπο Βασίλειο" και η "Μεγάλη Ιδέα"», χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό, αναλύει διεξοδικά ότι μετά την συγκρότηση του Ελληνικού Βασιλείου, επιδιώκεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις να απαρτισθή ένα «Πρότυπο Βασίλειο» με δύο βασικά στοιχεία. Τό ένα ο προσανατολισμός του προς την Ευρώπη και την παράδοσή της, και το δεύτερο η ανάπτυξη της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, δηλαδή η συνδέσή του με την αρχαία Ελλάδα. Επιδιωκόταν με όλους τούς τρόπους η ανάπτυξη μιάς νέας συνείδησης στο αρτιγέννητο Βασίλειο, του οποίου ως αρτιγέννητου νηπίου ανάδοχος ήταν η Ευρώπη. Όμως παράλληλα στον λαό ουδέποτε έσβησε το όνειρο και η ιδέα της Πόλης. Κυρίως σε αυτό το σημείο θα επικεντρωθή η προσοχή μας από την ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη.
Η Έλλη Σκοπετέα αναλύει ότι ο πατέρας της Μεγάλης Ιδέας είναι ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ομίλησε για την Μεγάλη Ιδέα του Γένους σε μιά μνημειώδη αγόρευσή του στην Εθνοσυνέλευση την 14-1-1844. Γενικά γινόταν λόγος για το ότι η ολοκλήρωση της Επαναστάσεως του 1821 συνδεόταν με την απελευθέρωση της Πόλης, της οποίας κέντρο ήταν η Αγία Σοφία, με την όλη παράδοσή της. Όμως η Μεγάλη Ιδέα πέρασε από τρείς φάσεις. Η πρώτη, που καλλιεργήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη, αλλά κυρίως από τον Βασιλιά Όθωνα, ήταν να θεωρήται ως εθνικό κέντρο η Κωνσταντινούπολη, και το όνειρο ήταν η Ανατολική Ελληνική Αυτοκρατορία, γι’ αυτό και ο Κωλέττης πρότεινε να μήν αποκτήση το Ελληνικό Κράτος νέα επίσημη πρωτεύουσα, γιατί η πραγματική του πρωτεύουσα είναι η Κωνσταντινούπολη. Η δεύτερη φάση της Μεγάλης Ιδέας που συνέπεσε με την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου στην Ελλάδα, εκφραζόταν με την αύξηση του Βασιλείου της Ελλάδος και αυτό ενθαρρύνθηκε και με το γεγονός της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Έτσι, σε αυτήν την φάση εθνικό κέντρο θεωρείται πιά η Αθήνα, αλλά επιδιωκόταν η επέκταση των ελληνικών συνόρων. Καί η τρίτη φάση της Μεγάλης Ιδέας που αναπτύχθηκε γύρω στα 1870 λειτουργούσε ως συμβιβασμός των δύο κέντρων, ήτοι της Κωνσταντινουπόλεως και της Αθήνας «πίσω από το σχήμα του ελληνοθωμανισμού». Ο ελληνοθωμανισμός συνδέεται με το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την δυναμική παρουσία των Ρωμηών σε αυτήν, και έτσι στην πραγματικότητα με τον ελληνοθωμανισμό «ανασυρόταν στην επιφάνεια η προεπαναστατική φαναριώτικη δυνατότητα», δηλαδή η έσωθεν φθορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως με την νέα μορφή λειτουργεί όχι ως «διάβρωση της Αυτοκρατορίας εκ των ένδον, αλλά ενσωμάτωση των Ελλήνων στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό».
Βεβαίως η Μεγάλη Ιδέα του Γένους, που συνδεόταν τόσο με την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως, όσο και με την ανασύσταση του Ρωμαϊκού Κράτους, καταστράφηκε ολοσχερώς με την Μικρασιατική Καταστροφή, που είναι χειρότερη και από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453. Ωστόσο, όμως, το πνεύμα της Ρωμηοσύνης παραμένει μέσα στις καρδιές μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.


6. Τό ζωντανό πνεύμα της Ρωμηοσύνης
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα μέσα στην ιστορία. Πρέπει να παρατηρηθή ότι τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως έγιναν από τον Μ. Κωνσταντίνο και την μητέρα του Ελένη στις 11 Μαΐου του 330 και η πτώση της έγινε στις 29 Μαΐου του 1453, ενώ Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος και η μητέρα του Ελένη. Η ίδρυσή της έγινε με μεγαλοπρέπεια και τελετές, ενώ η πτώση της συνδέθηκε με θεία Λειτουργία που έγινε μέσα σε ένα εσχατολογικό χαρακτήρα και προοπτική, έσβυσε μέσα στην αιωνιότητα, στην διαχρονικότητα του χρόνου που διαποτίζει την θεία Ευχαριστία, όπως το εκφράζει η εκφώνηση του Ιερέως «τα σά εκ των σών σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα».
Όμως, παρά την τραγικότητα της πτώσης, αλλά και των γεγονότων που ακολούθησαν υπάρχουν και τα θετικά σημεία, αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία διοργανώθηκε με τις δικές της δυνάμεις, σφυρηλατήθηκε η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, διαφυλάχθηκε το δόγμα. Ο Σουλτάνος ανέδειξε Πατριάρχη τον ηγέτη της ησυχαστικής παραδόσεως, τον Γεννάδιο Σχολάριο, και η Ορθόδοξη Εκκλησία απετέλεσε μιά αυτοδιοικούμενη κοινότητα με το σύστημα του Μιλέτ που καθόρισε ο Σουλτάνος.
Αυτή η διαφύλαξη του δόγματος και του ησυχαστικού πνεύματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέδειξε ομολογητάς και μάρτυρες, τούς νεομάρτυρες, ενέπνευσε αγωνιστές, ενίσχυσε τούς απλούς ανθρώπους του λαού και διεφύλαξε γενικά τα ιερά και τα όσια της φυλής μας και της ορθοδόξου παραδόσεως.
Τό πνεύμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Ρωμηοσύνης, δεν χάθηκε με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Διασώθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, κυρίως από τον μαρτυρικό Πρωτόθρονο Οικουμενικό θρόνο, από τον ορθόδοξο μοναχισμό και από τον πολιτισμό της Ρωμηοσύνης, με την αγιογραφία, την ναοδομία, την μουσική και την ιατρική ψυχοθεραπευτική μέθοδο που διασώζει την αρχοντιά και το μεγαλείο της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Η Ρωμηοσύνη, και όταν ήταν οργανωμένο Κράτος, ήταν στην βάση του πνευματική, αλλά και τώρα που καταργήθηκε το Κράτος ανήκει σε όλον τον κόσμο, σε ολόκληρη την Οικουμένη, αφού Ρωμηοί υπάρχουν σε όλα τα μέρη της γής. Καί ελπίζουμε ότι αυτό το πνεύμα της Ρωμηοσύνης με τον πολιτισμό και την πνευματική ιατρική, όπως εκφράζεται από την νηπτική και φιλοκαλική παράδοση, θα κυριαρχήση σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε, σήμερα και στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ανατολή, υπάρχουν Ρωμηοί, στο πνεύμα και την καρδιά, εκτός από ελληνόφωνους, και αραβόφωνοι, σλαβόφωνοι, αγγλόφωνοι, γαλλόφωνοι κλπ. Η αγάπη που δείχνουν όλοι στην Ρωμαίϊκη παράδοση δείχνει ότι υπάρχουν δυνάμεις μεγάλες μέσα στην Ρωμηοσύνη. Τό πνεύμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρά την πτώση του οργανωμένου Κράτους, είναι ζωντανό. «Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνόκαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την –ι–ξηλείψη, κανένας, γιατί σκέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη έν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!».
Όπως τις παραμονές της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως επικρατούσαν τρείς τάσεις, ήτοι η φιλοδυτική, η αρχαιοελληνική και η ησυχαστική και βέβαια δικαιώθηκε η τελευταία, έτσι και σήμερα επικρατούν και οι τρείς αυτές τάσεις, δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που εκφράζουν και σήμερα αυτές τις τρείς παραδόσεις. Όμως εάν θέλουμε να μεγαλουργήσουμε στην Οικουμένη θα πρέπει να επιμείνουμε στην παράδοση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου, διότι αυτή η παράδοση απαντά στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, και αυτήν την παράδοση αναζητούν οι βασανισμένοι σύγχρονοι άνθρωποι και σε Ανατολή και σε Δύση.
Γι’ αυτό σήμερα δεν θρηνούμε απλώς για την πτώση, αλλά δοξάζουμε το πνεύμα και την ομορφιά αυτού του πολιτισμού και της παραδόσεως που μπόρεσε να εισδύση μέσα στο βάθος της τελευταίας θείας Λειτουργίας στην Αγία Σοφία, και έτσι εισεχώρησε μέσα στο πνευματικό DNα της ανθρωπότητος.
Μέ αυτήν την έννοια το πνεύμα του τελευταίου ηγέτη της Αυτοκρατορίας, του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, είναι ζωντανό. Καί ο τελευταίος Αυτοκράτορας δεν είναι απλώς μαρμαρωμένος, αλλά διαφεντεύει και βασιλεύει σε όσους αισθάνονται Ρωμηοί, με την πνευματική οικουμενική αντίληψη. Καί ο λόγος του τελευταίου Αυτοκράτορα προς τον Σουλτάνο, που του ζητούσε να παραδώση την Πόλη: «την πόλιν ου σοί δίδομεν' κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», δείχνει ότι η Πόλη δεν παραδόθηκε, αλλά είναι ζωντανή, αφού ακολούθησε τούς ευλογημένους μαχητάς στον ζωοποιό τάφο και από εκεί αναστήθηκε και είναι σήμερα η πνευματική πόλη του κάθε Ρωμηού που ζή σε όλα τα μήκη και πλάτη της γής, και οραματίζεται την ουράνια πόλη «ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός».
Μετά την άλωση της Πόλης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέπτυξε μεγάλη δράση, ο δέ Οικουμενικός Πατριάρχης έγινε ο εθνάρχης και μάρτυρας του Γένους μας. Μέσα στην οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα προβλήματα που ανεφύησαν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδείχθηκε ο συνεκτικός δεσμός όλων των άλλων Πατριαρχείων και κράτησε αναμμένη την φλόγα της πίστεως, της θεολογίας και της κοινοτικής ζωής. Η Εκκλησία ως μαρτυρική ανέδειξε νεομάρτυρες και πολλοί Πατριάρχες και Επίσκοποι ανεδείχθησαν μάρτυρες στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας. Τό πνεύμα του ρωμαίϊκου πολιτισμού επέζησε και επιζή. Καί το σημαντικότερο είναι ότι ακόμη και σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η πρωτόθρονη Εκκλησία, που προεδρεύει και αναλαμβάνει υπεύθυνες αποστολές και πρωτοβουλίες για την διατήρηση της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και με αυτόν τον τρόπο μάς υπενθυμίζει ζωντανά και δυναμικά την για χίλια χρόνια λάμψασα Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επειδή δέ διαθέτει τεράστια πείρα σε όλους τούς τομείς, γι’ αυτό και οι κατά τόπους αυτοκέφαλες Εκκλησίες πρέπει να συνεργάζονται στενώτατα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στόν θεσμό και την διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του οποίου η ζωή και η δράση απλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, από την Αμερική μέχρι την Ασία, και το οποίο εκφράζει το οικουμενικό πνεύμα της Ρωμηοσύνης, αλλά και την ησυχαστική ζωή της Ορθοδόξου Παραδόσεως με την ευλογημένη παρουσία του Αγίου Όρους, διασώζεται όχι μόνον η Βασιλεύουσα, αλλά και ολόκληρο το πνεύμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτού που ονομάζουμε Βυζάντιο.

Γι’ αυτό η «Πόλις εάλω» αλλά και ζή.


Σημείωση (Πηγή: 'Εκκλησιαστική Παρέμβαση')

Η κτίση και ο Κτίστης (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

Η κτίση και ο Κτίστης (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ποιός είναι άραγε πραγματικά οικολόγος;


Ένα μοναδικό περιστατικό συνέβη στην Καλιφόρνια, όπως το παρουσιάζουν τα περιοδικά. Μια οικολόγος, η Τζούλια Μπατερφλάι Χίλ, ηλικίας 23 ετών, έζησε 738 ημέρες πάνω σε ένα δένδρο “γιά να μη αφήση την εταιρεία PACIFIC LUMBER να κάνει ξυλεία ένα δάσος με σεγκόγιες, τα πανύψηλα δένδρα, που αποτελούν το σήμα κατατεθέν της Καλιφόρνια”. Και η Τζούλια “έζησε δύο ολόκληρα χρόνια σαν πουλί στην κορυφή ενός δένδρου. Όχι για να ξεφύγη από τους ανθρώπους, αλλά για να τους εμποδίση να αφανίσουν ένα αιωνόβιο δάσος της Καλιφόρνια”.

Βέβαια αυτή η απόφασή της δεν ήταν χωρίς κίνδυνο και δυσκολίες. “Οι άνθρωποι της Εταιρείας την απειλούσαν, έβαζαν τα ελικόπτερά τους να περνούν ξυστά από την “Λούνα” κι’ έκοβαν τα γειτονικά δένδρα, για να της δείξουν πώς, όπου νάναι θα ’ρθει και η σειρά της”. Όμως “η Τζούλια πέρασε από φοβερή σωματική ταλαιπωρία, κινδύνευσε από την κακοκαιρία, αμφισβητήθηκε, έπληξε, έχασε την αίσθηση του χρόνου, αλλά δεν έκανε πίσω”. Τελικά νίκησε αφού η Εταιρεία αναγκάσθηκε να υπογράψη συμφωνία με την οικολόγο για την προστασία των δασών.

Διαβάζοντας το περιστατικό αυτό εθαύμασα για την θέληση της νεαρής αυτής οικολόγου, για την αποφασιστικότητα, αλλά και την μεγάλη ανδρεία της. Κατεσκεύασε στο δένδρο μια πλατφόρμα και πάνω σε αυτή έστησε την σκηνή της και παρέμεινε εκεί δυο ολόκληρα χρόνια, χωρίς να κατεβή, ζώντας με τα φρούτα και μερικά τρόφιμα που της έφερναν οι φίλοι της. Και θυμήθηκα τον Νίτσε που έγραφε: “Εκείνος που έχει ένα σκοπό στην ζωή μπορεί να αντέξει σχεδόν στο κάθε τί”. Ο άνθρωπος έχει μέσα του μεγάλες δυνάμεις και μπορεί να πραγματοποιήση τα πιο παράτολμα όνειρα, αρκεί να έχη όραμα, θέληση και σκοπό.

Επομένως, κανείς δεν μπορεί να δικαιολογηθή ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίση διάφορες δοκιμασίες και προβλήματα στην ζωή του, να υπερβή δυσκολίες και τραγικές καταστάσεις. Αν θέλη μπορεί να υπερβή τα πάντα, ιδιαιτέρως με την δύναμη του Χριστού.

Επίσης, εκείνο που σκέφθηκα αμέσως, διαβάζοντας αυτό το οικολογικό περιστατικό, είναι ότι οι άνθρωποι για να διατηρήσουν την κτίση κάνουν πολλές “τρέλλες”. Πόσο όμως μεγαλύτερες “τρέλλες” πρέπει να γίνονται για τον Δημιουργό της κτίσεως και όλης της δημιουργίας!! Στον Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου λέγεται: “ουκ ελάτρευσαν τη κτίση οι θεόφρονες παρά τον Κτίσαντα”. Οι θεόφρονες δεν λατρεύουν την κτίση περισσότερο από τον Κτίσαντα, δηλαδή τον Θεό. Έχει αξία η κτίση, που προσφέρει το οξυγόνο στον άνθρωπο για να ζήση, αλλά μεγαλύτερη αξία έχει ο Κτίστης, ο Θεός, που προσφέρει το πνευματικό οξυγόνο για την ψυχή του ανθρώπου.

Ζούμε σε μια εποχή που πραγματικοί Χριστιανοί είναι όσοι κάνουν πνευματικές “τρέλλες” για τον Κτίστη της κτίσεως και όσοι αγαπούν τον Κτίστη παρά και υπέρ την κτίση.


Σημείωση (Πηγή: 'Εκκλησιαστική Παρέμβαση' Μάιος 2001)

Η αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών* Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Η αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών*
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου



Δια του μυστηρίου του γάμου αναπτύσσεται μια οικογέ­νεια, η οποία είναι το κύτταρο της κοινωνικής και εκκλησια­στικής ζωής. Στην πραγματικότητα, με την ευλογία του Θεού ενώνεται ο άνδρας με την γυναίκα «εις σάρκαν μίαν», κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Εφεσ. ε', 31), και έτσι η σχέση του ανδρός και της γυναικός είναι σωματική και ψυχική.
Ο σκοπός του γάμου, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, είναι διπλός: «ίνα σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα». Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δύο γαρ ταύτα εστί, δι' άπερ εισενήνεκται γάμος,  ίνα τε σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα· των δε δύο τούτων προηγουμένη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις ... Ώστε, προηγουμένη αύτη η αιτία, η της σωφροσύνης, και μάλιστα νυν, ότε η οικουμένη πάσα του γένους η ζωή εμπέπλησται»1.
Αυτό λέγεται και κατά την διάρκεια του μυστηρίου του γάμου. Υπάρχει μια φράση που είναι πολύ χαρακτηριστική: «εις βοήθειαν και διαδοχήν του γένους των ανθρώπων». Επο­μένως, ο πρώτος και βασικός σκοπός του γάμου είναι η βοή­θεια των συζύγων που εκφράζεται και με το «ίνα σωφρονώμεν» και ο δεύτερος, που είναι συνάρτηση του πρώτου, είναι το «ίνα πατέρες γινώμεθα» και το «εις διαδοχήν του γένους των ανθρώπων». Επομένως, δια του μυστηρίου του γάμου ενώνεται ο νυμφίος με την νύμφη εν Χριστώ και καρπός αυτής της ενώσεως είναι τα παιδιά. Φυσικά, αν ο Θεός δεν επιτρέψη, για διαφόρους λόγους, την γέννηση παιδιών, δεν σημαίνει ότι υπάρχει αποτυχία του γάμου, αφού ο βασικότερος σκοπός εί­ναι η ενότητα ανδρός και γυναικός, η οποία διασαλεύθηκε με την πτώση του πρώτου ανδρογύνου στον Παράδεισο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, ο Αδάμ με τον φωτισμό του Θεού αντελήφθηκε τι έγινε κατά την διάρκεια της υπνώ­σεώς του, και είπε: «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη» (Γεν. β', 23). Αμέσως, όμως, μετά την πτώση στράφηκε στον Θεό και είπε: «η γυνή, ην έδωκας μετ εμού ...» (Γεν. γ', 12). Εδώ φαίνεται η διάσπαση που επήλθε μεταξύ του ανδρός και της γυναικός μετά την πτώση. Πριν την πτώση ο Αδάμ ομολογεί την ενότητά του με την Εύα. Μετά την πτώση την θεωρεί ότι του την έδωσε ο Θεός. Επο­μένως, με το μυστήριο του γάμου, που γίνεται στην Εκκλη­σία, αποκαθίσταται αυτή η σχέση και ενότητα του ανδρός με την γυναίκα. Γι' αυτό λέμε ότι αυτός είναι ο βασικότερος σκο­πός του γάμου.
Στην συνέχεια θα υπογραμμίσω πέντε θέσεις για την αγω­γή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση.


1. Η σύλληψη του ανθρώπου είναι έργο της Προνοίας του Θεού

Μια από τις βασικές αρχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας εί­ναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, αλλά συγχρόνως ότι και ο Ίδιος ο Θεός προσωπικά διευ­θύνει τον κόσμο, πάλι με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως δημιουργεί, έτσι και συντηρεί τον κόσμο, και βέβαια, τον άν­θρωπο που είναι η κορωνίδα της δημιουργίας.
Στην Αγία Γραφή επανειλημμένως λέγεται ότι ο Θεός ανοί­γει την μήτρα της γυναικός και ότι ο Θεός κλείει τα περί την μήτραν: «συγκλείων συνέκλεισε Κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τω οίκω Αβιμέλεχ ένεκεν Σάρρας της γυναικός Αβραάμ» (Γεν. κ', 18). Αλλού λέγει: «Ιδών δε Κύριος ο Θεός ότι εμισείτο Λεία, ήνοιξεν την μήτραν αυτής» (Γεν. κθ', 31).
Το ίδιο λέγεται και για την Άννα, την μητέρα του Προφή­του Σαμουήλ. «Εμνήσθη αυτής ο Κύριος και συνέλαβε» (Α' Βασ. α', 19). Έτσι, κάθε φορά που συλλαμβάνεται ένας άν­θρωπος, ενεργεί ο Ίδιος ο Θεός, δηλαδή ενεργεί ο λόγος του Θεού που είπε στην αρχή της δημιουργίας: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γήν» (Γεν. α', 28).
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει έναν λόγο που είναι αρ­κετά χαρακτηριστικός: «το τεκείν άνωθεν έχει την αρχήν, από της του Θεού προνοίας και ούτε γυναικός φύσις, ούτε συνου­σία, ούτε άλλο ουδέν αύταρκες προς τούτο εστίν»2. Δηλαδή, η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι ένα έργο της φύσεως, ούτε αποτέλεσμα της συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλά είναι έργο της προνοίας του Θεού.
Στην Αγία Γραφή φαίνεται ότι ο Θεός έπλασε το σώμα του Αδάμ από τον χουν που έλαβε από την γη και στην συνέ­χεια ενεφύσησε και του έδωσε ψυχή, που σημαίνει ότι η ενέρ­γεια του Θεού δημιούργησε ψυχή, και, επομένως, ο άνθρωπος είναι μια ολότητα, μια οντότητα, αποτελείται από ψυχή και σώμα. Αυτό που έγινε με τον Αδάμ επαναλαμβάνεται με κάθε άνθρωπο. Ο Μ. Αθανάσιος θα πη ότι το ίδιο χέρι που δη­μιούργησε τον Αδάμ «και νυν και αεί τους μετ εκείνον πάλιν πλάττει και διασυνίστησι»3. Αυτό σημαίνει ότι κατά την γέν­νηση κάθε ανθρώπου, ο Θεός αντί να λάβη τα στοιχεία της γης για την σύνθεση του σώματος, λαμβάνει το σπερματοζωάριο από τον άνδρα και το ωάριο από την γυναίκα, και αμέσως εμφυσά, δηλαδή με την ενέργειά Του δημιουργεί ψυχή.
Αυτή η άποψη είναι βασική για την ζωή ενός ανθρώπου και την αγωγή του, γιατί μέσα από τα πλαίσια αυτά βλέπουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, δια μέσου των γονέων του. Θεωρούμε το κάθε παιδί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και στεκόμαστε απέναντί του με πολύ σεβασμό. Ποτέ δεν φθάνουμε στο σημείο να ιδιοποιήσουμε το δώρο του Θεού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή του παιδιού, γιατί εξασκώντας αγωγή έχουμε την αναφορά μας στον Θεό και όχι στον εαυτό μας ναρκισσιστικά.


2. Η αγωγή πριν τη γέννηση (απόσπασμα)

Πολλοί γονείς νομίζουν ότι η αγωγή του παιδιού αρχίζει από τότε που αναπτύσσονται όλες οι διανοητικές δυνάμεις σε αυτό, από τότε που αντιλαμβάνεται πολύ καλά τον κόσμο, και μάλιστα οι γονείς αρχίζουν να ανησυχούν όταν βλέπουν τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί η αγωγή αρχίζει πριν από την σύλληψη του εμβρύου, με την αγωγή που έλαβαν οι γονείς, αλλά κυρίως μετά την σύλληψη του εμ­βρύου. Εννέα μήνες, κατά τους οποίους κυοφορείται το έμ­βρυο μέσα στην μήτρα της μητέρας του, μπορεί να ασκηθή σωστή αγωγή. …


Πράγματι, όπως το βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και στην ζωή των αγίων, αποδίδεται μεγάλη σημασία στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, στον τρόπο με τον οποίο κυοφο­ρείται και, βέβαια, στην κατάσταση κατά την οποία γεννάται. Θα το δούμε αυτό αναλυτικότερα.
Κατ' αρχάς χρειάζεται σωστή ζωή των γονέων πριν την σύλ­ληψη του παιδιού. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στην περί­πτωση της Παναγίας μας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδά­σκουν ότι η καθαρότητα της Παναγίας οφείλεται στην Χάρη του Θεού, στους εξαγνισμούς των Προπατόρων και στον δικό της προσωπικό αγώνα. Πράγματι, οι διαδοχικές καθάρσεις των Προπατόρων συνετέλεσαν, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δα­μασκηνός, ώστε το σπέρμα του αγίου πατέρα της, του Ιωα­κείμ, να έχη καλά στοιχεία. Γι' αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δα­μασκηνός αποκαλεί το σπέρμα του Ιωακείμ «σπέρμα πανάμωμον»6.
Αυτό ακριβώς το βλέπουμε και στην περίπτωση της γεννή­σεως του Προφήτου Σαμουήλ. Οι γονείς του, ο Ελκανά και η Άννα, προσευχήθηκαν και νήστευσαν και στην συνέχεια συνήλ­θαν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι η αρχή του Σαμουήλ ήταν οι προσευχές της μητρός του, που ήταν πρά­γματι η νοερά προσευχή, τα δάκρυα, η πίστη και όχι, όπως στους άλλους, «ύπνοι και σύνοδοι των γεννησάντων μόνον». Γι' αυτό και από μια τέτοια ευλογημένη ένωση γεννήθηκε ένας Προφήτης, αφού «σεμνοτέρας των άλλων έσχε τάς γονάς»7.
Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να θέλουν την γέννηση του παιδιού, να προσεύχωνται για την σύλληψη, και αυτό να γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα προσευχής. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του Τωβία, όπως την περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Τωβίτ. Πριν συ­νέλθει ο Τωβίας με την γυναίκα του είπε: «Ανάστηθι, αδελφή, και προσευξώμεθα, ίνα ελεήση ημάς ο Κύριος» (Τωβ. η', 4). Κατά την διάρκεια της προσευχής, μεταξύ άλλων, είπε: «Και νυν, Κύριε, ου δια πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην, αλλ' επ' αληθείας επίταξον ελεήσαι με και αυτή συγκαταγηράσαι. Και είπε μετ' αυτού· αμήν· και εκοιμήθησαν αμ­φότεροι την νύκτα» (Τωβ. η', 7-8).
Από την προσευχή αυτή του Τωβία φαίνεται ότι η σχέση μεταξύ του ανδρός και της γυναικός πρέπει να γίνεται σε με­ρικά πλαίσια, τα οποία εκφράζουν την ψυχολογική και κυρίως την πνευματική ωριμότητα των συζύγων. Η αναφορά πρέπει να είναι ο Θεός. Να σέβωνται ο ένας τον άλλο, δηλαδή δεν πρέπει να βγάζουν της ενστικτώδεις διαθέσεις τους επάνω στον άλλο, καθώς επίσης πρέπει να υπάρχη επιθυμία διαρκούς επι­κοινωνίας και συνδιατριβής. Τελικά, ο γάμος πρέπει να ενεργή θεραπευτικά στην ζωή των ανθρώπων, πρέπει να συντελή στην υπέρβαση της αναγκαιότητος του ενστίκτου και την βίωση του προσώπου. Αν κάποιος δεν συμπεριφέρεται σωστά απέναντι στον άλλο, κατά την διάρκεια της σχέσης, αυτό έχει άμεσα αποτελέσματα στην υπαρξιακή επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά και στην ψυχολογική συγκρότηση του παιδιού, …
Έπειτα, θα πρέπη να είναι σωστή η στάση των γονέων και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γονείς, ιδιαιτέρως η μητέρα, πρέπει να προσεύχεται για το έμβρυο, να το θεωρή άνθρωπο, δικό της παιδί και να χαίρεται για την παρουσία του.
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε ότι και το έμβρυο είναι πρό­σωπο, αφού και από αυτήν ακόμη την σύλληψη του ο άνθρω­πος είναι πρόσωπο, άνθρωπος, γι' αυτό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζουμε και τις ημέρες που συνελήφθησαν ο Τίμιος Πρόδρομος και η Παναγία. Πράγματι, ξέρουμε ότι ο άνθρωπος, ακόμη και όταν είναι έμβρυο, μπορεί να λάβη Πνεύ­μα Άγιον. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στον Ζαχαρία, τον Πατέρα του Τιμίου Προδρόμου: «και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού» (Λουκ. α', 15). Αυτό πραγματοποιήθηκε, όταν η Παναγία επισκέφθηκε την έγκυο Ελισάβετ αμέσως μετά τον Ευαγγελισμό. «Και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ α', 41-43). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύει ότι ο Τίμιος Πρόδρομος, ενώ ήταν έμβρυο έξι μηνών στην κοι­λία της μητέρας του, έλαβε Πνεύμα Άγιον και, αφού έγινε Προφήτης, όπως αποδεικνύεται με το σκίρτημα, στην συνέχεια μετέδωσε το προφητικό χάρισμα και στην μητέρα του, που την κατέστησε προφήτιδα και γι' αυτό και εκείνη ανεγνώρισε ότι η γυναίκα που ερχόταν ήταν η Μητέρα του Χριστού8.
Επειδή το έμβρυο δέχεται την Χάρη του Θεού, γι' αυτό και η έγκυος γυναίκα συμπεριφέρεται με σεβασμό απέναντί του. Το αισθάνεται ως καρπό και ως δώρο του Θεού. Το αντι­μετωπίζει σαν μια ιδιαίτερη υπόσταση - πρόσωπο και προ­σεύχεται. Σε κάθε σκίρτημα του παιδιού χαίρεται. Προσεύχε­ται για το έμβρυο. Δεδομένου δε ότι η θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού αγιάζει ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό, τους νεφρούς και τα σπλάγχνα, και δε­δομένου ότι το έμβρυο έχει στενή σχέση με την μητέρα του, γι' αυτό και η Χάρη του Θεού, που έρχεται δια της θείας Κοι­νωνίας, επιδρά και στην ζωή του εμβρύου.
Γενικά, η έγκυος γυναίκα προσπαθεί να ζη μια ήρεμη ζωή, χωρίς άγχος και ανησυχίες. Ο άνδρας της και το οικογενεια­κό περιβάλλον προσπαθούν να εξασφαλίσουν καλές οικογε­νειακές συνθήκες, η πνευματική ζωή της εγκύου γυναικός είναι ανεπτυγμένη και αυτό έχει σημαντικές συνέπειες στο παιδί που θα γεννηθή. Μάλιστα δε, αν η γυναίκα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης προσεύχεται για το παιδί με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον τον δούλον σου» και αν, μάλιστα, κατά την διάρκεια της γέννας προσεύχεται για το παιδί και μέσα στους πόνους επικαλείται το έλεος του Θεού, τότε χαρίζει στην ύπαρξη του παιδιού μια πνευματική σφραγίδα, που θα παραμείνη ανεξίτηλη, προσφέρει στο παιδί ένα πνευ­ματικό DΝΑ, το οποίο θα διαδραματίση σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή του9.


3. Η αγωγή στα νήπια και τα παιδιά

Μετά την γέννηση του παιδιού η αγωγή συνεχίζεται με εν­τατικότερο ρυθμό. Βεβαίως, όλη η οικογένεια χαίρεται για την γέννηση ενός παιδιού, οι συνθήκες αλλάζουν κάπως, επειδή το πρόγραμμα πρέπει να προσαρμοσθή κατάλληλα, πολλές φορές δημιουργούνται ανησυχίες από τα κλάμματα και τις φωνές του παιδιού. Όμως, πέρα από όλα αυτά πρέπει να δοθή μεγάλη προσοχή στην πνευματική κατάσταση του παιδιού, δηλαδή οι δύσκολες συνθήκες που δημιουργούνται στο σπίτι δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν τον νου των γονέων, ιδιαιτέρως της μάνας, και δεν πρέπει να ξεχασθή η πνευματική βοήθεια που πρέπει να προσφερθή στα παιδιά.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη αυτού του σοβαρού θέματος, είναι ανάγκη να δούμε ένα ενδιαφέρον σημείο, το ότι το παιδί αμέσως μετά την γέννησή του έχει καλές προδιαγρα­φές για την αγωγή, αφού ο νους του βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού.
Όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Αδάμ μετά την δημιουργία του βρισκόταν στον φωτισμό του νου και συμπεριφερόταν ως άγγελος. Αμέσως μετά την πτώ­ση σκοτίστηκε ο νους του, δηλαδή έχασε την θεία Χάρη, και ο νους του περιέπεσε στον σκοτασμό με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για το σώμα του και την κοινωνία.
Προηγουμένως λέχθηκε ότι η δημιουργία κάθε ανθρώπου γί­νεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε ο Αδάμ, με την διαφορά ότι τότε ο Θεός ως πρώτη ύλη πήρε χουν από την γη, τώρα λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός και, βέβαια, εμφυσά και δημιουργεί την ψυχή. Και ενώ μέσα από τα στοιχεία του ανδρογύνου περνούν στον άνθρωπο οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, που είναι η φθορά και η θνητότητα, η ψυχή βρίσκεται στην κατά­σταση του φωτισμού. Η ψυχή του ανθρώπου και ο νους του θα ήταν σκοτεινός, αν η ψυχή περνούσε μέσα από τους γεννή­τορες. Όμως αυτό δεν γίνεται, και κατ' αυτό τον τρόπο η ψυχή δημιουργείται από τον Ίδιο τον Θεό και γι' αυτό ο νους της είναι φωτισμένος.
Το ότι ο νους του παιδιού, αμέσως μετά την δημιουργία του και την γέννησή του, βρίσκεται στην κατάσταση του φωτι­σμού, φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την δι­δασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης.
Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στο τι γίνεται με τα νήπια τα οποία πεθαίνουν πρόωρα, γράφει: «ότι το προσδωκόμενον αγαθόν οικείον μεν εστίν κατά φύσιν τω ανθρωπίνω γένει, λέγεται δε και κατά τινα διάνοιαν το αυτό και αντίδοσις»10. Δηλαδή, αυτό που αναμένει ο άνθρωπος, η όραση του Θεού, είναι οικείο κατά φύση στο ανθρώπινο γένος. Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «η δε του βλέ­πειν προς τον Θεόν ενέργεια ουδέν άλλο εστίν, ή ζωή τη νοερά φύσει εοικυία τε και κατάλληλος»11. Δηλαδή, η ενέργεια του να στρέφεται κανείς στον Θεό είναι κατάλληλη για την νοερά φύση, με την οποία ομοιάζει. Συμβαίνει εδώ ό,τι και με τον οφθαλμό του ανθρώπου, που είναι κατάλληλος για την δράση του φωτός, αν εν τω μεταξύ δεν ασθενήση.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης επιμένει στο θέμα αυτό και ισχυρίζεται ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης, δηλαδή της Βασιλείας των Ουρανών, είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ασθένεια της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν σαρκικά. «Η της ζωής εκείνης απόλαυσις οικεία μεν εστί τη ανθρωπίνη φύ­σει, της δε κατά την άγνοιαν νόσου, πάντων σχεδόν των εν τη σαρκί ζώντων επικρατούσης»12. Όσοι ασθενούν, κατά την νοε­ρά δύναμη, στην συνέχεια θεραπεύονται με την κάθαρση. Όμως, το νήπιο που δεν έχει ασθενήσει νοερά ακόμη, γιατί δεν διέ­πραξε συνειδητά την αμαρτία, ζη μέσα στην φυσική κατάστα­ση και δεν χρειάζεται θεραπεία. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο»13.
Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι ο άνθρωπος με την γέν­νησή του βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός. Ο νους των νηπίων, καθώς μεγαλώνουν, σκοτίζεται από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, από τα αναπτυσσόμενα πάθη, τα οποία συνδέονται με τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητος, που είναι αποτέλεσμα της προπατορικής αμαρτίας, και δεύτερον από τον σκοτασμό του περιβάλλον­τος. Τόσο οι εσωτερικές επαναστάσεις, όσο και η κατάσταση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν τα νήπια και τα παιδιά, συντελούν στην έκπτωση του νου από τον φωτισμό, στον σκο­τασμό του. Οπότε, η εκκλησιαστική αγωγή αποβλέπει στην επανέλευση του ανθρώπου στην προηγούμενη κατάσταση. Σε αυτό αποβλέπουν όλα τα θεραπευτικά μέσα που διαθέτει η Εκκλησία. Ακριβώς δε στην πνευματική ανάπτυξη του νη­πίου και του παιδιού συντελούν τρεις βασικοί παράγοντες, ήτοι η Οικία, ο Ιερός Ναός και η κοινωνία (η στενή κοινωνία, που είναι το Σχολείο, και η ευρύτερη κοινωνία). Όταν αυτοί οι παράγοντες δεν λειτουργούν σωστά, τότε ο άνθρωπος υφίστα­ται κακή αγωγή, σκοτίζεται ακόμη περισσότερο. Ενώ όταν λειτουργούν σωστά, τότε αντιμετωπίζονται κατά τον καλύτερο τρό­πο και οι αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις, λόγω αυξήσεως των σωματικών και ψυχικών παθών. Θα δούμε λίγο αυτούς τους τρεις βασικούς παράγοντες για την καλή αγωγή των παιδιών.
Πρώτος παράγοντας είναι η Οικία. Άλλωστε, είπαμε προη­γουμένως ότι η οικογενειακή ατμόσφαιρα διαδραματίζει σπου­δαίο ρόλο στην εξέλιξη της πνευματικής υγείας του παιδιού. Το παιδί γνωρίζει την κοινωνία πρώτα μέσα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα και στην συνέχεια την γνωρίζει όταν εξέλθη από αυτήν.
Η ατμόσφαιρα του σπιτιού πρέπει να είναι ατμόσφαιρα προσευχής. Φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για ατμόσφαιρα προ­σευχής, δεν εννοούμε ότι οι γονείς θα ακινητοποιούνται πολ­λές ώρες προσευχόμενοι, αλλά ότι πρέπει να υπάρχη ένας προ­σανατολισμός των γονέων προς τον Θεό. Μπορεί κανείς να χρησιμοποίηση πολλά παραδείγματα. Θα πρέπη η μητέρα την ώρα που θηλάζει το παιδί της να προσεύχεται. Όταν ετοιμάζη το φαγητό, μπορεί κάποτε να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Όταν έχη κάποια δυσκολία και ένα πρό­βλημα, τότε να στρέφη τον νου της στον Θεό και να αναζητά λύση από Εκείνον και να περιμένη την δική Του βοήθεια.
Δεύτερος παράγοντας για την καλή αγωγή των παιδιών, εί­ναι ο Ναός. Η οικογενειακή ζωή πρέπει να συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική ζωή. Ο Ιερός Ναός πρέπει να γίνη μια δεύτερη οικογένεια του παιδιού, όπου θα συναντήση την ευ­ρύτερη οικογένειά του, τον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο Ιερεύς, και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας που είναι τα πνευ­ματικά του αδέλφια.
Το παιδί από την μικρή του ηλικία πρέπει να αποκτήση εκκλησιαστικά βιώματα από τις ακολουθίες και την ζωή του μέσα στον Ιερό Ναό. Τα βιώματα, χωρίς ιδιαίτερες διδασκα­λίες, θα ενσταλάζουν στο παιδί το εκκλησιαστικό ήθος. Πέρα από το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, το παι­δί πρέπει να συνδεθή με το Ιερό Βήμα, με το αναλόγιο, όπου θα μάθη τους ύμνους και την μουσική της Εκκλησίας. Πολλές φορές και το παιχνίδι του παιδιού στο προαύλιο του Ιερού Ναού ασκεί μεγάλη επίδραση στην πνευματική ωρίμανση και εξέλιξή του.
Βέβαια, όταν ομιλώ για εκκλησιαστική ζωή και για μετοχή του παιδιού στις ακολουθίες και γενικά στην ατμόσφαιρα του Ιερού Ναού, το εννοώ με την έννοια της πνευματικής ελευθε­ρίας. Δηλαδή, όλα πρέπει να γίνωνται αβίαστα και ελεύθερα. Οι γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους με καλό τρόπο προς τον Ιερό Ναό, αλλά προσέχουν να μη τα εκβιάζουν, ακόμη και αυτά τα νήπια. Μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηρι­στικό παράδειγμα, που ίσως να είναι λίγο υπερβολικό, αλλά είναι εκφραστικό. Παρατηρώ πολλές φορές τους γονείς να οδη­γούν τα νήπια μπροστά στην Ωραία Πύλη για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Εκείνα, επειδή έχουν διάφορες ανέκφραστες και ακατανόητες για μας προσ­λαμβάνουσες παραστάσεις, φωνάζουν, κλαίνε, διαμαρτύρονται. Τότε πολλοί γονείς και συγγενείς εκβιάζουν το νήπιο, του κρα­τούν τα χέρια και τα πόδια, του ανοίγουν βίαια και βάναυσα το στόμα για να το κοινωνήσουν. Είναι μια σκηνή που δημιουρ­γεί αποστροφή, γιατί δείχνει μεγάλη αγριότητα και εκβιασμό. Έχω την γνώμη ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να εξασκήται αυτή η εκβιαστική κίνηση, γιατί πιθανόν να δημιουργήση τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά, με πολλές συ­νέπειες στο μέλλον.
Γενικά, δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζουμε τον Χριστό ως αστυνομικό και εισαγγελέα. Γιατί αν έχουν τα παιδιά μια τέ­τοια αντίληψη για τον Χριστό, τότε είναι ενδεχόμενο να τον μισήσουν (Μοναχή Μαγδαληνή).
Τρίτος βασικός παράγοντας για την καλή ανάπτυξη του νη­πίου και του παιδιού είναι το Σχολείο και γενικότερα η κοι­νωνία. Όταν το παιδί σε μια ορισμένη ηλικία των πέντε και έξη ετών εξαναγκάζεται να βγη από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ζούσαν γνωστά και αγαπητά πρόσωπα, τότε υφίσταται μια μεγάλη δυσκολία. Και αυτό γιατί εισέρχε­ται σ' ένα μεγαλύτερο περιβάλλον, στο οποίο υπάρχουν πολ­λά πρόσωπα, άγνωστα ως τότε, τα οποία δεν το αποδέχονται όπως είναι, και έτσι αντιμετωπίζει εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, όμοια με την περίοδο που το έμβρυο βγαίνει από την μήτρα της μητέρας του και εισέρχεται σε μια άλλη ατμόσφαιρα. Όπως ισχυρίζονται οι παιδοψυχίατροι, την περίοδο αυτή βιώνει μια ιδιότυπη κατάσταση θλίψης.
Πέρα από την δυσκολία αυτή, η περίοδος αυτή είναι δη­μιουργική, γιατί το παιδί προετοιμάζεται για την κοινωνικο­ποίησή του, την ψυχολογική του ωρίμανση. Είναι μια περίοδος κατά την οποία εξέρχεται από το «εγώ» του και αντιλαμβάνε­ται το «συ». Είναι υποχρεωμένο να προσαρμοσθή σε πολλά επίπεδα, να ανεχθή τους άλλους, να αντιμετωπίση την κακία των άλλων, αλλά να δοκιμάση και τα χαρίσματά του.
Οι γονείς δεν πρέπει να προετοιμάζουν το παιδί να παραμείνη μέσα στο κλειστό κύκλωμα του εαυτού του, αλλά να βγαίνη έξω από αυτόν. Πράγματι, η αγοραφοβία είναι μια τρα­γική και μεγάλη πληγή, που δημιουργεί άπειρα κακά. Και εί­ναι παρατηρημένο ότι όσοι δεν προετοιμάστηκαν για την είσοδό τους στην κοινωνία, διακρίνονται για μια δυσπροσαρμοστικότητα σε όλη τους την ζωή.
Επομένως, οι γονείς που εξασκούν αγωγή στα παιδιά δεν αποβλέπουν στην διαφύλαξή τους από το κακό που υπάρχει στην κοινωνία, δεν σκοπεύουν στο να παραμένουν τα παιδιά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ηθικά αποστειρωμένη, αλλά αναπτύσ­σουν την υπευθυνότητα, ώστε με αυτήν την πνευματική υπευ­θυνότητα να αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που θα συναντήσουν στην μετέπειτα ζωή τους. Με άλλα λόγια, προσπα­θούμε να καταρτίσουμε ένα δυνατό στομάχι, ώστε να έχη την ικανότητα να χωνεύη όλες τις τροφές. Αυτό σημαίνει ότι κά­νουμε μια αγωγή με θετικό και όχι αρνητικό τρόπο.


4. Μερικοί τρόποι αγωγής14

Η αγωγή των νηπίων και των παιδιών είναι μια μεγάλη υπόθεση, είναι ένας οδυνηρός σταυρός. Απαιτείται μια θυσιαστική αγάπη, μια εκούσια κένωση. Όποιος αναλαμβάνει αυτό το υπεύθυνο έργο γνωρίζει καλά ότι θα στερηθή πολλά δι­καιώματά του. Δεν θα αποβλέπει στην ικανοποίηση των δικαιωμάτων του, αλλά στην εκπλήρωση των δικαιωμάτων των άλλων που αγαπά. Άλλωστε, όσο η αγάπη συνδέεται με την θυσία και την υπέρβαση του εγώ, τόσο και δείχνει ψυχολογική ωριμότητα. Όταν ο άνθρωπος εκζητά την αγάπη των άλλων, χωρίς ο ίδιος να προσφέρη αγάπη, δείχνει ότι είναι άρρωστος ψυχολογικά και πνευματικά. Όταν ζητά και να αγαπά και να αγαπάται, δείχνει ότι έχει μια ψυχολογική ισορροπία. Και όταν αγαπά τους άλλους θυσιαστικά, χωρίς να αναμένη ανταπόδωση της αγάπης, τότε δείχνει ότι είναι πνευματικά ώριμος και, επομένως, υγιής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται η μητέρα, που αναλαμβάνει να διαπαιδαγωγήση ένα παιδί, που σημαίνει να το ωριμάση και να το εντάξη σωστά και οργανικά μέσα στην κοινωνία.
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω μερικούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να εξασκηθή σωστή αγωγή στα νήπια και στα παιδιά, πριν ακόμη αρχίσουν τα μεγάλα προβλήματα, κατά την ηλικία της εφηβείας.
Κατ' αρχάς είναι ανάγκη οι γονείς να γνωρίζουν ότι το παιδί που παιδαγωγούν δεν είναι αποκλειστικά και απόλυτα δικό τους, αλλά παιδί του Θεού. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν και να το ζουν, και όταν το παιδί εκφράζη τον καλό εαυτό του, αλλά και όταν θυμώνη και οργίζεται ή ατακτή. Και τότε, παρά τα λάθη, δεν παύει να είναι το παιδί του Θεού. Χρειάζεται να στέκωνται απέναντί του με υπευθυνότητα.
Έπειτα, πρέπει τα νήπια και τα παιδιά από την μικρή τους ηλικία, όπως είπαμε προηγουμένως, να προετοιμάζωνται για να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία του Σχολείου και την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό γίνεται με το να μην ικανοποιούνται τα θελήματά τους. Το παιδί πρέπει από την μικρή ηλικία να μάθη την μεγάλη αρετή της υπακοής, που σημαίνει να αποδέ­χεται τον άλλο που ζη δίπλα του με αγάπη. Φυσικά, τα μαθή­ματα της υπακοής πρέπει να γίνωνται με σωστό τρόπο, δια­κριτικά και με απέραντη αγάπη. Δεν είναι δυνατόν να προσ­παθούμε να θεραπεύσουμε το θέλημα του παιδιού, με την νοο­τροπία ότι «δαμάζουμε ένα ζώο». Το παιδί έχει ελευθερία, την οποία, πρέπει να σεβόμαστε, και να το βοηθούμε, ώστε αύτη η ελευθερία του να λειτουργή ως αγάπη.
Ακόμη είναι ανάγκη να στεκόμαστε απέναντι σε κάθε παι­δί «υποστατικά». Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι γονείς, αφού βλέπουν ότι κάθε παιδί της οικογενείας τους έχει διαφορετικό χαρακτήρα, διαφορετική προσωπικότητα και, επομένως, καθέ­να θέλει την δική του μεταχείριση. Κυρίως πρέπει να πούμε ότι κάθε δική μας αντίδραση σε συμπεριφορές διάφορες των παιδιών πρέπει να εμπνέεται από την προσευχή. Δηλαδή, πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό, ώστε να μας εμπνέη να κά­νουμε το καλύτερο, ανάλογα με τον χαρακτήρα του παιδιού, την ηλικία του, τις χρονικές στιγμές και τις κοινωνικές κατα­στάσεις. Οι απαντήσεις που θα δίνουμε στα παιδιά δεν πρέπει να προέρχωνται από την λογική, από την δική μας εμπειρία, που είχαμε από τα παιδικά μας χρόνια, γιατί οι συνθήκες της τότε εποχής και της τωρινής είναι διαφορετικές, αλλά να προέρ­χωνται από την καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι με τις απαντήσεις σε διάφορες απαιτήσεις των παιδιών πρέπει να στοχεύουμε στην ανάπτυξη του φιλοτίμου του παιδιού και όχι σε υπακοή σε στυγνές συμβουλές και νομικές διατάξεις.
Επί πλέον, πρέπει να εμπνέουμε στα παιδιά την αρετή της φιλοξενίας. Αυτό, βέβαια, δεν διδάσκεται, αλλά βιώνεται μέσα στο σπίτι. Όταν η οικογένεια έχη κοινωνικές σχέσεις και φι­λόξενη διάθεση, τότε το παιδί αφ' ενός μεν κοινωνικοποιείται πιο γρήγορα, αφ' ετέρου δε θα μαθαίνη να είναι φιλόξενο και κοινωνικό στην μετέπειτα ζωή του. Το ότι σήμερα οι άνθρωποι είναι απροσάρμοστοι κοινωνικά οφείλεται στην λεγομένη πυρηνική οικογένεια την οποία συνάντησαν από τα παιδικά τους χρόνια.
Σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών διαδρα­ματίζουν και τα λάθη των γονέων, όταν ακολουθή η συγγνώμη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να βρίσκωνται αντιμέτωπα με λάθη των γονιών τους, με μαλώματα και δια­πληκτισμούς. Βέβαια, το να μην υπάρχουν τέτοιοι διαπληκτισμοί είναι καλό. Αλλά, ακόμη και κάποιες ανθρώπινες αδυ­ναμίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτες, όταν ακολουθήση η συγ­γνώμη, βοηθούν στην αγωγή, γιατί το παιδί αντιλαμβάνεται ότι κανείς δεν είναι τέλειος και αλάθητος και ακόμη γνωρίζει στην πράξη ότι και η μετάνοια είναι στοιχείο ζωής. Δηλαδή, και τα λάθη, αλλά και η μετάνοια συνυπάρχουν στην ζωή μας. Αυτό ούτε κρατά το παιδί απροσγείωτο, ούτε και το απογοητεύει.
Επίσης, θα ήθελα να υπογραμμίσω την μεγάλη σημασία που έχει για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών η σοβαρή αντι­μετώπιση των παιδικών αντιδράσεων. Δηλαδή, τα νήπια και τα παιδιά αντιδρούν ποικιλοτρόπως σε διάφορα γεγονότα. Συνήθως μεταφέρουν διάφορες λέξεις από το Σχολείο και την γει­τονιά ή συνηθίζουν να κάνουν μερικές πράξεις που ενδεχομέ­νως να προκαλούν τον γέλωτα στους μεγαλύτερους. Το μυστι­κό της υποθέσεως είναι οι γονείς να αντιμετωπίζουν όλα αυτά με σοβαρότητα. Δεν πρέπει να γελούν, δεν πρέπει να ειρωνεύωνται. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε παιδί σαν έναν μεγάλο άνθρωπο, αλλά στην δική του ηλικία. Προσαρμόζουμε τον λόγο και τις απαντήσεις μας στην ηλικία του, αλλά τις αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γράφει ότι οι άγιοι και «τα παιδία τα μικρά ώσπερ τελείους άνδρας / καθοράν τε και προσκυνείν καθάπερ τους ενδόξους»15. Είναι βέβαιο ότι αν κάθε πράξη και λόγο των παιδιών τα αντιμετωπίζουμε με γέλια, τότε το παιδί παραμένει ανώριμο και τραυματισμένο στην ζωή. Το αν­τίθετο συμβαίνει όταν το αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.
Ακόμη θα πρέπη να τονίσουμε ότι είναι καλό να εμπνεύ­σουμε στο παιδί την εμπιστοσύνη σ' έναν καλό πνευματικό πατέρα. Γιατί τότε το παιδί θα μάθη να λέη τα προβλήματά του σε κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο, που βρίσκεται και έξω από την οικογένειά του, οπότε υπάρχει διέξοδος σε τραγικές ψυ­χολογικές καταστάσεις. Είναι σημαντικό να έχη κανείς κάποιον στον οποίον θα αναφέρεται και θα ανοίγη τον εσωτερικό του κόσμο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ωριμάση κοινωνικά και πνευματικά.


5. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από την ζωή των αγίων

Μέσα στα συναξάρια και τις διδασκαλίες των αγίων μπο­ρεί κανείς να βρη μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία δείχνουν πως εξασκείται μια σωστή αγωγή στην νηπια­κή και παιδική ηλικία, σε αυτήν την ηλικία που διακρίνεται για την τρυφερότητα. Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ο Μ. Βασίλειος, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα, οφείλει πολλά στην γιαγιά του Μακρίνα, η οποία ήταν μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Για την γιαγιά του ο Μ. Βα­σίλειος λέγει: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν και γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή ότι τραφέντες ημείς υπό τήθη μακα­ρία γυναικί παρ' υμών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω την περιβόητον, παρ' ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήμα­τα όσα προς αυτόν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε και ημάς έτι νηπίους όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασιν»16. Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος, γιατί δείχνει ότι η γιαγιά Μακρινά μεγάλωνε τα εγγόνια της με τους λόγους που είχε ακούσει από τον άγιο Γρηγόριο Νεο­καισαρείας. Και βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μητέρα του η Εμμέλεια, για την οποία ο Μ. Βασίλειος, μετά την κοί­μησή της, έγραφε: «Νυν δε και ην είχον του βίου παραμυθίαν, την μητέρα, και ταύτην αφηρέθην υπό των αμαρτιών. Και μη καταγελάσης μου ως εν τούτω της ηλικίας ορφανίαν οδυρομένου, αλλά σύγγνωθί μοι ψυχής χωρισμόν ανεκτώς μη φέροντι, ης ουδέν αντάξιον εν τοις λειπομένοις ορώ»17.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ωφελήθηκε πάρα πολύ από την επαφή του με τον πνευματικό του πατέρα. Αναφερό­μενος ο άγιος Συμεών σε κάποιον νέο ονόματι Γεώργιο, ο οποίος προφανώς είναι ο ίδιος ο άγιος Συμεών, λέγει ότι στην ηλικία των είκοσι ετών «αγίω τινι μοναχώ, εν ενί των της πό­λεως μοναστηριών διάγοντι, γνώριμος κατεστάθη». Ο ίδιος περιγράφει την μεγάλη ωφέλεια που έλαβε από την καλή αγω­γή που δέχθηκε από τον άγιο εκείνον και έφθασε στην θεωρία του Φωτός του Θεού. Και ερωτά ο άγιος Συμεών: «Έγνωτε, ως ούτε νεότης απόβλητος ούτε γήρας ωφέλιμον μη ούσης συ­νέσεως και φόβου Θεού;». Επίσης, στην συνέχεια ερωτά: «Εμάθετε ότι ούτε μέση πόλις εμποδίζει ημάς εις το κατεργάζεσθαι τάς εντολάς του Θεού, εάν σπουδαίοι ώμεν και διεγηγερμένοι, ούτε η ησυχία ωφελεί ή αναχώρησις κόσμου, εάν ραθυμώμεν και αμελώμεν;»18. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο άγιος Συμεών, ο νέος εκείνος, μετά την θεωρία του Θεού που είχε, έπεσε από διαφόρους πειρασμούς σε «παντελή σκότωσιν». Την περίοδο εκείνη τον διαφύλαττε μόνον «η προς τον άγιον γέ­ροντα αγάπη και πίστις». Τον επισκεπτόταν συχνά στο κελλί του και του εξαγόρευε τα όσα έκανε, έστω και αν δεν εφήρ­μοζε τις εντολές του19.
Φαίνεται από το απόσπασμα αυτό ότι πολύ μεγάλη σημα­σία έχει η παρουσία του πνευματικού πατρός, που έχει διά­κριση και γνωρίζει να διαπαιδαγωγή σωστά τα πνευματικά του παιδιά, ακόμη και στην δύσκολη ηλικία των είκοσι ετών.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως το περιγράφει ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ήταν παιδί αγίων γονέων, αφού και οι δύο ζούσαν μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας. Μάλιστα, ο πατέρας του έκανε νοερά προσευχή και προς το τέ­λος της ζωής του έγινε μοναχός. Το ίδιο και η μητέρα του. Από μικρή ηλικία ο ίδιος ο Γρηγόριος ησχολείτο με την προ­σευχή και την άσκηση, ακόμη και τότε που ζούσε μέσα στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Και μάλιστα, όταν άρχισε να διαβάζη τα μαθήματά του, έκανε προσευχή στην εικόνα της Θεοτόκου. Βλέπουμε εδώ την μεγάλη σημασία της ορθής εκ­κλησιαστικής αγωγής, η οποία τον ανέδειξε σε μεγάλη περιω­πή20.
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης θυμάται με πολλή συγκί­νηση την φράση του πατέρα του σε μια παιδική του απροσε­ξία, και τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο τον διόρθωσε. Του είπε με ιλαρότητα: «Πού ήσουν χθες παιδί μου; Με πονούσε η καρδιά μου».
Και σε μια άλλη περίπτωση του είπε μετά από μισό χρόνο:
«Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή και το έτρωγα σαν να ήταν πτώμα».
Τον ερώτησε: «Και γιατί δεν μου το είπες τότε;»
Ο πατέρας του απάντησε: «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου».
Και διηγούμενος ο άγιος Σιλουανός γεγονότα από το πα­τρικό του σπίτι, έλεγε: «Να, τέτοιο γέροντα ήθελα να έχω: ποτέ δεν θύμωνε και ήταν πάντοτε μετρημένος και ήσυχος. Σκεφθήτε, έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη στιγμή, ώστε να με διορθώση και να μη με συγχύση»21.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στης διδαχές του έχει μια ωραιοτάτη διδασκαλία για το πως πρέπει να παιδαγωγούν οι γονείς τα παιδιά τους. Θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπα­σμα, γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ χαρακτηριστικό.
«Να κάμης μίαν εικόνα, του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχη και τον Άγιον του παιδιού σου και όταν το παιδί σου σηκώνεται από τον ύπνον να σου γυρεύη ψωμί, μην του δίνης, μόνο να πάρης το ψωμί, να το βάλης ομπρός εις την εικόνα του Χριστού και νάν του ειπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί, ο Χριστός έχει. Σήκω να κάμης το σταυρό σου να παρακαλέσωμε τον Άγιόν σου να παρακαλέση τον Χριστόν να σου το δώση. Και έτσι το παιδίον παρακινείται δια την αγάπην του ψωμιού και ευθύς οπού ξυπνά, τον Άγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ο Διάβολος το παιδίον πως έχει την ελπίδα του εις τον Χριστόν και εις τον Άγιόν του, κατακαίεται και φεύγει. Κι έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας νάν τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν εις τον καλόν δρόμον»22.
Από τα λίγα αυτά παραδείγματα φαίνεται πώς εξασκείται η καλή αγωγή, πώς οι άγιοι αναδείχθηκαν στον βαθμό της αγιότητος, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο παιδαγωγός, αλλά και η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά.


6. Θεολογικές ερωτήσεις

Όσοι ασχολούνται με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών παρατηρούν ότι τα νήπια και τα παιδιά πολλές φορές διατυ­πώνουν θεολογικές ερωτήσεις, όπως: «τί είναι ο Θεός, πού κατοικεί ο Θεός, ποιος Τον γέννησε» κλπ. Πολλές φορές κά­νουν και άλλες ερωτήσεις για την Εκκλησία και τα μυστήρια. Γενικά, τα παιδιά διατυπώνουν θεολογικές ερωτήσεις που δη­μιουργούν πολλές φορές προβλήματα στους γονείς, αφού εκεί­νοι δυσκολεύονται να απαντήσουν, αφ' ενός μεν γιατί δεν γνω­ρίζουν την σωστή απάντηση, αφ' ετέρου δε γιατί δεν μπορούν να προσαρμόσουν τις απαντήσεις στο επίπεδο των παιδιών.
Το φαινόμενο του να ερωτούν θεολογικά ζητήματα τα παι­διά είναι φυσικό, διότι η ψυχή εκ φύσεως είναι χριστιανική. Και μάλιστα τα παιδιά που έχουν μια εσωτερική καθαρότητα, αφού, όπως είδαμε προηγουμένως ο νους τους είναι καθαρός, φωτισμένος, είναι φυσικό να διακατέχωνται από τέτοιες ερω­τήσεις, και να θέλουν να μάθουν γύρω από τον Θεό και την Εκκλησία.
Το θέμα πώς πρέπει να δίνονται οι απαντήσεις είναι μεγά­λο, απλώς σε όσα ακολουθήσουν θα το θίξουμε ακροθιγώς.
α) Κατ' αρχάς θα πρέπη οι απαντήσεις μας να είναι σω­στές, να βρίσκωνται σε ορθή κατεύθυνση, αλλά και να είναι προσαρμοσμένες στην ηλικία των παιδιών. Είναι γνωστόν ότι η ανθρώπινη γνώση προσφέρεται η ίδια, αλλά είναι διαφορετική ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Δηλαδή, ιστορία μπορεί να διδάσκεται κανείς και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, αλλά όμως η προσέγγιση στα ιστορικά γεγονότα είναι διαφορετική, ανάλογα με την διανοητική κατάσταση των ηλικιών. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνη και με τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ερώτηση «τί είναι ο Θεός». Μια απάντηση είναι: «μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι ο Θεός όταν εκκλησιαζόμαστε. Γιατί εκεί αποκαλύπτεται ο Θεός. Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, μπορούμε να κατα­λάβουμε την αγάπη και την ειρήνη του Θεού». Έτσι, κατ' αρχάς μιλούμε κατά τρόπο θετικό. Προσπαθούμε να καθοδηγήσουμε τα παιδιά στην μελέτη της ζωής των αγίων, όπου φαίνεται η παρουσία του Θεού. Το ίδιο μπορούμε να απαντήσουμε σε ερωτήσεις που αναφέρονται στον διάβολο. Αφού πούμε στα παιδιά ότι πράγματι υπάρχει ο κακός δαίμων, όμως αμέσως πρέπει να αναφερόμαστε στην ύπαρξη των Αγγέλων, ώστε να δώσουμε στα παιδιά θάρρος, να μη διακατέχωνται από τον φόβο. Έτσι, στην μικρή ηλικία εργαζόμαστε περισσότερο θε­τικά, προσφέροντας βιώματα στα παιδιά.
β) Οι απαντήσεις σε θεολογικά ερωτήματα δεν πρέπει να είναι έτοιμες, λογικές, αλλά να δίνωνται κατόπιν προσευχής. Δηλαδή, θα προσπαθούμε να απαντούμε όχι βάσει των δικών μας δεδομένων, αλλά βάσει των προϋποθέσεων των παιδιών. Κάθε παιδί έχει το δικό του σκεπτικό, τις δικές του προϋπο­θέσεις. Εμείς προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτές τις ιδιαιτερότητες. Αυτό όμως δεν γίνεται τόσο λογικά, όσο προσευχητικά. Πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό να μας φωτίση τι πρέπει και πως πρέπει να μιλούμε. Είναι σίγουρο ότι μετά από μια σύντομη προσευχή, όποια σκέψη έλθη μέσα στον νου μας είναι καλύτερη από μια λογική σκέψη που είναι απόρροια της λογικής επεξεργασίας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέ­πει να αποκλείεται η κοινωνική πείρα και διερεύνηση του προ­βλήματος λογικά.
γ) Οι απαντήσεις πρέπει να είναι ανάλογες με την ηλικία του παιδιού, αλλά συγχρόνως και λογικοφανείς. Γιατί, αν απαν­τούμε φανταστικά, τότε κάνουμε κακό, επειδή αφ' ενός μεν δεν θα γινόμαστε πιστευτοί, αφ' ετέρου δε διότι θα υπάρξη κίνδυνος να αναπτυχθή και σε τέτοια ζητήματα επικίνδυνα ο κόσμος της φαντασίας του παιδιού με φοβερές συνέπειες. Για παράδειγμα. Ένα κορίτσι ρώτησε: «Πώς η Παναγία γέννησε τον Χριστό χωρίς να χάση την παρθενία της;». Η απάντηση θα μπορούσε να ήταν: «Ο Χριστός, ως Θεός, θεραπεύει τις σωματικές ασθένειες και αδυναμίες των ανθρώπων. Αυτό το βλέπουμε μέσα στην Αγία Γραφή. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο ο Χριστός δεν μπορεί να δημιουργή ασθένεια και πόνο. Δηλα­δή , με την γέννησή Του δεν θα μπορούσε να προκαλέση πόνο και φθορά στην Παναγία». Αυτή η απάντηση δεν είναι θεολο­γικά τεκμηριωμένη, ούτε ολοκληρωμένη, αλλά είναι μια λογικοφανής απάντηση για την ηλικία των παιδιών. Όταν όμως αναπτυχθή και μεγαλώση το παιδί, τότε θα πρέπη να συμπλη­ρώσουμε και να ολοκληρώσουμε την απάντηση.
δ) Πρέπει να προσέχουμε, ώστε οι απαντήσεις να είναι μεν λογικοφανείς, αλλά να μην εξαντλούν το θέμα. Στην ορθόδοξη θεολογία, όπως το αναλύει ο Μ. Βασίλειος, άλλο θέμα είναι «τί είναι ο Θεός», άλλο «ότι υπάρχει ο Θεός», και άλλο «το πως υπάρχει ο Θεός». Μερικές ερωτήσεις μπορούν να απαν­τηθούν, άλλες όμως δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν. Με αυ­τήν την έννοια υπάρχει η λεγομένη καταφατική και η λεγομένη αποφατική θεολογία. Το ίδιο ακριβώς πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας όταν βρισκόμαστε απέναντι σε θεολογικά ερωτήματα των παιδιών. Πάντα πρέπει να αφήνουμε περιθώρια για την βιωματική προσέγγιση στις θεολογικές αλήθειες
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Τα παιδιά συνήθως ερωτούν: «Ποιός έκανε τον Θεό;» Η απάντηση μπορεί να ακολουθήση την εξής πορεία: «Ο Θεός δεν έχει σώμα για να γεννηθή, όπως γεννιόμαστε εμείς. Όμως ο Θεός υπάρχει. Τον εί­δαν οι άγιοι και μάλιστα Τον είδαν ως Φως που λάμπει, φωτί­ζει και θερμαίνει τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι και εμείς πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό να μας φανερωθή, όπως φανερώθηκε στους αγίους. Να ζούμε όπως Εκείνος θέλει, και όπως έζησαν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Και όταν ο Θεός αποκαλυφθή σε μας, τότε θα μας πη πώς υπάρχει. Έπειτα, ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, έγινε άνθρωπος, δηλαδή πήρε το δικό μας σώμα. Όταν Τον αγαπούμε και τηρούμε τις εντολές Του, τότε θα μας αποκαλύψη πολλά μυστήρια για τον Θεό». Μια τέτοια απάντηση κινείται σε θεολογικά πλαίσια, δεν είναι αφηρημένη, αλλά ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια αναζητήσεως, δηλαδή δεν εξαντλείται σε λογικές επεξεργασίες.
Γενικά, βοηθούμε τα παιδιά να ζουν μέσα σε μια κοινότητα εκκλησιαστική, τα προτρέπουμε να εκκλησιάζωνται, και τότε αφ' ενός μεν τα βιώματα της κοινότητος θα παίξουν έναν ρόλο στις θεολογικές τους αναζητήσεις, αφ' ετέρου δε δεν θα εμποδίζωνται στην βίωση και γνώση πολλών θεολογικών πρα­γμάτων, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η λογική δεν είναι το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, αλλά ο νους, καθώς επίσης υπάρχουν και άλλες ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, φαντασία κλπ.) με τις οποίες ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα το παιδί, έχει επικοινωνία με το περιβάλλον. Θέτουμε στο παιδί υψηλούς στόχους, δεν το αφήνουμε να εξαντληθή σε ηθικολογικά πλαί­σια, αλλά ταυτόχρονα το βοηθούμε να ζήση την πραγματικότη­τα ότι οι πτώσεις βρίσκονται μέσα σε ανθρώπινα πλαίσια, γι' αυτό κι αν κάποτε αμαρτήση, πρέπει να γνωρίζη ότι ο Θεός είναι έτοιμος να το συγχωρήση, αν, βέβαια, μετανοήση, αφού ο ίδιος είναι αγάπη.


7. Συμπέρασμα

Η Εκκλησία κάνει λόγο για την καλή αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών. Η αγωγή στον άνθρωπο δεν αρ­χίζει από τότε που εισέρχεται στην εφηβική του ηλικία, με τις επαναστάσεις και τις ανακατατάξεις, γιατί τότε είναι λίγο αργά. Βέβαια, ποτέ δεν απελπιζόμαστε, αλλά αρχίζουμε την αγωγή, όταν καταλάβουμε ότι κάτι πρέπει να γίνη. Πάντως, εκείνο που έχει σημασία είναι να σκεπτόμαστε και να μας απασχολή η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, αμέσως με την σύλληψη, ακό­μη δε και πριν από την σύλληψη, γιατί, όπως έχουμε αναλύ­σει, παίζει μεγάλο ρόλο και το υλικό από το οποίο θα προέλθουν τα παιδιά, δηλαδή η πνευματική συγκρότηση των γονέων.
Οι φορείς της αγωγής, όμως, κυρίως οι γονείς και μάλιστα η μητέρα, για να ανταποκριθούν στο μεγάλο αυτό έργο της διαπαιδαγώγησης του παιδιού, που σημαίνει να διατηρήση το παιδί την ψυχική καθαρότητά του, ο νους του να παραμένη στο φωτισμό, και να τιθασεύση όλη την φθορά και την θνητό­τητα του σώματος, όπως εκφράζεται με τα διάφορα πάθη, ώστε να συντονίζωνται και να συμπορεύωνται με τον νου, και όχι να τον σκοτίζουν, πρέπει να διακρίνωνται από έμπνευση.
Πράγματι, η αγωγή, όπως την έχει καθορίσει η Εκκλησία, ως προσπάθεια να οδηγηθή ο άνθρωπος από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση, απαιτεί μεγάλη θυσία, ανάληψη οδυνηρού σταυρού, μαρτύριο. Ο γονεύς που έχει έμπνευση μπορεί να ανταποκριθή σε αυτό το μεγάλο έργο. Αυτό σημαίνει ότι πρέ­πει να έχη όρεξη, αγάπη, διαρκή φροντίδα και τότε ο Θεός θα φωτίζη και θα ενεργή κατάλληλα. Και πράγματι, αξίζει κάθε θυσία για την πνευματική ανάπτυξη ενός ανθρώπου. Πρέπει να διαφυλάξουμε το παιδί ως κόρη οφθαλμού, ακριβώς γιατί είναι δώρο Θεού, και όχι μόνον να το διατηρήσουμε, όπως το λάβαμε, αλλά να το λαμπρύνουμε, με την Χάρη του Θεού, ακόμη περισσότερο.